Ήλία
Πετρόπουλου
Καλιαρντά
•
"
Ν
τοι.
τ()
}ιλωυυικδι'
ι'/)ι'ω,ιια
τώ
l '
κιιιαι'/)ωl'.
••
_
Τ
ι
ο:;πρ
παρ
αι'το"
ΕΙ
ι'ω
}Ψωυτοl'
και'
ώ::
καλιαρl'nί
,j
καλΗίρ
l
ιτω.
καΙ
ώ;
τζιι'αΟω
τ
ά.
καί
ιύς
λιάρ
ι
'τω
'7
l
'τol~ρα
λι(.ίρι'τα.
καί
ώ,
λατι
ι ' ι
%ά
ιί
οαθι(ί
λιιτι
ι
ιικά.
,j,
ά;rλώ:;.
Ετροι'1υκυ.
,
καί
ώς
I'ΟΙ',Ιι:1ιι'{στικα
'7
rrραγκολΟfι.ιι.Ι/Ι'{(Jτικα.
Έρασιτεχνιχιι
γ
λωσσολογιχl1
ε
ρευ\'α
τού
'Ηλία
"ετρόπουλου.
Έρ,ιιηι'Ειιτικόι'
,
κ.αί,
('1'
;τoλi.o!:;,
έτιι,ιιολογαό
ι
'
λεξικόl
l
,
σΙ'Ύγραrrέ
ι l
π
ρδς χρ
,
;aι
l
l
;ταρ(.ί
τώl'
φλολόγω
l
l
,
άυ
τ
ι'l'ομικώ
l
l
,
λαογράrrωll.
!/'
ι
ιχιά
τ
ρωl'.
ΕιΊζώllωι',
γλωυοολόγω
ι ', .
ι
ι
ι
ροα6ΕΟΤώ
ι '.
λογΟΤΕχι'ώ
ι
ι
,
q:ιλαι'θρώ:rωι',
κοιιιω
l
'ιολόγωι
l
,
οvομ::rάκηδω
ι
ι
.
θεολόγωl
l
, ι
'αιι
τ
ω
l "
άργοαχ6λω
ι '.
πληροφοριοδοτώ
ι
'.
άκα()ημαϊκιϋ
l
,.
περ
/
έργωl
l
,
χαί.
}'ΕΙ'/κώπροι',
άλλοκ6τωι
ι
ά
ι
ιθρώ.
ι
ωl"
ίκ{)οθCI,
τό
.•
ρώτοl
l
παρά
τοίι άΤΙIΧΟl\~·
ΟΙ'γ,,/ρurrι'ω::
Άθ,j
ι
'ηοιι',
Ει'
σω
τ
ηρι'ω
έτη
1971.
Ehas PClropoulos
KALIARDA,
ΙΙΩ
EIymologιca/
Dίι:ιίΟΩΜΥ
Ο{
G/'N.'k
Homαιe:ruals'
81ang.
Q)pyrighl
C'
1971. 1974.
/980.
11J93
by
E1i:.s
Pcιropou1os.
Paris/FιallCf'
.
JSBN 960-211-159-3
NEFEU
Press.
Asdcpiu
6.
106
80
Alhcns.IGr=.
ΝΕΦ&\Η.
Άσ~'λI}1TΙoii
6.
106
80
'ABή\'D
Τηλ.
363 99 62
Ο
J(j()
7744.
•
Α
ww.o,
"Mιzt!O'
Ο'Χι)fΦαιι
bmι
"'Oτ!crrη.
ηl",
Jl'CJ'U,
δb
~
.({
e01'4lni'Ofdιaa~
f(tr~.
Saad.i
ΟΙ
dIOO'T~'
~_
dnαίΚ1lιι
bdYrIa
cm}ιo
όnof~
το6
ιτ4ξ_
λλομοό
wdιαι
ιbό
f
:}1'
fd ~
π'J'
dιoα:J~"
wαI,
bdnιo
(ITotίς
8
~μoVς
1IOf
Iyγvώπαι
αιkψι
"η.
"dξ'1
.
Marc:u.o
οι
πλεαιαtες
6.ληθινές
κατακτήσεις
τf!ς
λαοΥραφίας
μας
έσημειιbθησαν
πρό
πεντήκοντα
έτΘν.
'Aφoρof)σαν
δέ
δΙς
Δντικείμενα
μεταβι>ζαντινά
δημώδη,
βιωμένα
&ς
τό
1830.
τό
δοΡΥότερον.
wΕκτοτε
οΙ
~λληνες
λαοΥράφοι
μηρυKάζOUΝ
τά
έ1Πτείryματα
τοΟ
Νικολάοο
Πολίτη.
ΟΙ
φιλόλ.σΥοι
tx:a-
τάντησαν
νειφοτόμοι.
Ή
λαογραφία,
ΎΙά.
μιάν
dκόμη
φο
ρά,
lJtpe1lE
νά
dκολουθήσει
τόν
δρόμο
Τf!ς
καρδιδς. Τέτιες
σκέψεις
μι
όδηΎήσανε
στην
καταΎραφή
τΘν
ρεμπέτικων
τραyoUΔι6)ν.
Μά
τό
πρόβλημα
δέν
έπιλόεται
μέ
Ινα
βιβλΙο.
οι
σuπραφεlς,
τώρα
πιά,
δεν πρέπει
νά
γράφουν
δμορφα,
dλλά
σκληρά.
ΔUΣΤUXΘι;
οΙ
μικροαστοΙ
χαράσσουν
την
μοΙ
ρα
τf!ς
'Ελλάδος.
Abτά
τά
δοήττητα
Kνιbδαλα
ήταν,
εΙναι,
καΙ
θά
εΙναι
άνεπίδεκτα
αΙσθητικf!ς
διαπαιδαΥωγήσεωι;.
Κι
fΤ(J\
στην
δλλοπρόσαλλη
χώρα
μας,
&')"
~λλην, πρέπει
διαρκ6)ς
νΔ
πεΙθεις
δη
εΙσαι
mw,"
Ιλλην.
ΟΙ
4νθρroπoι
μέ
τά
έπΙ
XΡUΣα
μανικετόκουμπα
ΦθοΟν
τοι)ς
ΟΊΥΥΥΡαφεΙς
στην
αότο
UOv{Q.
ΤΦν
μικροαστΘν
τό πνεΟμα
διέβρωσε
τήν
πατρίδα.
Ή
φύτρα
καΙ
ή
φύση
τοη
Ιλληνος
dπέβη
όλοιι.:ληρωτική.
Φασtστριες
1(ραιταρχικές
οΙ
μανάδες
μας.
ΟΙ
ωηνες
άΎVo-
οΟν
η,lν
ιφΙΤΗcή·
αρα
τόν
διάλογο.
'Ανέκαθεν
ό
l.αός
όφΙ
σταται
γιά.
νά.
XpησtμOπoιεIται.
Ό
χ:υνισμός
δεν άποκλεΙει
την
άγάπη.
ΈπιζεΙς
στην
'Ελλάδα
μόνον
αν
σε
χατέχει
ό
διάβολος.
ΟΙ
συμπατριό)τες
μου
καθεύδουν
δταν
ή
χώρα
δημοπρατείται.
ΈπαΥΥελματΙες
Ι'!λληνες
δπεραμόνονται
τ~ς
Ιδέας
τοΟ
έλληνισμοΟ.
ΛησμονοΟν
πως
ό
έλληνισμός
ε{ναι
εδρύτερη
tvvotQ
η'\ς
'Ελλάδος,
έδ&.ι
χ:αί
αιωνες.
Στον
καιρό
μας,
περισσότερο
άπό
ποτέ,
εΙναι
χρήσιμα
τά
πλήγματα
κατά
των
έλλήνων,
δπου
μόνο
βρΙζουν
fι
χειροκροτούν,
ιι:αί
ποτέ
δεν
σκέφτονται.
Ή
αΙτιολΟΊία
τοΟ
ΊΕΊονότος
Τ1'\ς
21-4
-
67
άρχΙζCt
να
διαφαΙνcται.
Δέξου
αύτό
τό
ΊΕΊονός
καί
fιδη
tκανες
Ι'!να
βfjμα.
-Οποιος
μαχαιρώνει
τούς
ρομιούς
έΧ:δήλως
τούς
εδεΡΊετεΙ
Πά.ντως,
έπί
τοΟ
παρόντος,
προτι
μlb
νά
μένω
φιλέλλην,
παρά
fλλην.
Σt
λίγο
συμπληρώνουμε
έκ:ατον
πεντήκ:οντα
tτη
tλεύθερης
ζωης.
ΠαραΊνωρΙζουμε,
ιbστόσo,
την
Ιστορία
μας.
Στά
σχο
λεΙα
δέν
διδάσκεται
το
βυζαντινορωμαΙκόν
δΙκαιον.
ΟΙ
νεο
έλληνες
ΔΥνοοΟν
το
νομικ:ό
πλέγμα,
βάσει
τοΟ
όποίου
δια
βιο[)ν.
ΈμεΙς, δλοι
μας,
άπό
τοΟ
παρελθόντος
allbvoς,
ύφι
στάμεθα
tvav
άσταμάτητο
καΙ
εντεινόμενο
πνευματικό
βια
σμό.
Ή
γνώση
σώζει.
Άλλά
Qκόμη
δεν
έγράφη ή
Ιστορlα
-τf'jς
νεοελληνιιι:ης
τέινης.
OΙSτε
τ~ς
νεοελληνι1Cfjς
μουσι
ιι:~ς.
Ή
δε
τιμη
τοΟ
'Αλεξάνδρου
Παπαδιαμάντη
έ1tιμόνως
διασύρεται.
ΕδλΟΊητη
ή
Ιερη
άλήθια.
ΟΙ
fλληνες.
σάν
λαός
rντιmwv
χατζαΙβάτηδαιν,
εΤθισται
νά
πρεσβεύουν
αλλότριες
Ιδέες.
Παιδιόθεν.
συμπιέζουν
στήν
χ:εφαλή
μας
τους
ένά
ριθμOUς
ΛOυδOβΙx:OUς
καΙ
Έρ{κ:OUς
καΙ
Ναπολέοντες.
Τ1πο
τα,
δμως.
δέν
μaς
έδΙδαξαν
Υιά
τούς
σOυλτάνOUς,
πού
,
ιθές
άκόμη,
τύποις
καί
ούσ{α,
έ
β
α
σ
Ι
λ
ε
υ
α
ν
στόν
τό
πο
μας.
Καί
τίποτα
δεν
μάθαμε
για
τον
μαγΙΧ:ό
περσιιι:ό
πο
λιτισμό
καΙ
γιά
τόν
Ισάξιό
του
πολιτισμό
t(i)v
άpάβmν.
Ή
λεγομένη
έθνιΙCΉ
παιδεΙα
εΤναι
πλέον
άναγκασμένη
νά
ιι:α
θιερώσει
την
ενδελειη
διδασκαλΙα
τf!ς
"tOUPKtICi'j;
Ιστορίας.
-Αν.
φοσικά,
έπιθυμοομε
νά
έφαρμόσουμε
το
δελφικό
γνώθι
σεavτιbo.
-Η.
τουλάιιστον.
νά.
μάΟουμε
νά.
ξειroρίζουμε
fvav
6ναρχικο
άπό
fvav
χαφιέ.
Σήμερα
'Ελλάς
δέν
εΙναι
πιά
τ'
-Αγραφα,
μά
tι
'Αθήνα
μέ
τόν
Πειραιδ.
μαζΙ
Μέ
μιά
σειρά
μονοΥραφΙ(i)ν
φιλοδοξ&ι
νά
άντιστptψω, έκ
διαμέτρου,
την
φορά
της
νεOελληVΙKίΊς
λαΟΥραφι1Cfjς
έπιστήμης.
Ή
λαογραφΙα
τοΟ
χωριοϋ
6;
π
έ
θ
α
ν
ε.
καΙ, τιbρα,
ιαιριαρχεΙ
τό
4στυ.
Έμαράθηκαν
τά.
f-
θιμα
καΙ
τά
ήθη
τά
παμπάλαια.
Ό
δ.στικός
πληθυσμός
Ιγινε
φορεύς
νέων
fιθaJν,
νέων
μορφ(i)ν
λατκης
τέχνης.
Αύτην
την
πραγματικότητα
ούδόλως
τήν
Δντελήφθησαν
οΙ
λαογράφοι
μας.
'Ως
καΙ
οΙ
έπιστήμονες
τi'jς,
σχετικώτατα
προοδευτικ"ης.
φιλοσοφικης
σχολης
της
Θεσσαλονίκης
δεν
φαΙνεται
νά
προσέξανε
την
ριζιιcή
άλλαγή,
την
έντελη
καΙ
όρισηκή
και
παντοτινή.
Για
τήν
λαογραφΙα
τοΟ
Cϊστεως
ήδη
ύφίστα·
ται
λαμπρόν
άναπτόξεως
πεδίον.
Άρκετοί
δημόσιοι
ιίνδρες,
ένίοτε
{σχυρdς
πυγμt'1ς,
διεKήριr
ξαν
δη
ξεκαθάρισαν
τήν
Άθήνα
άπό
τοί>ς
κίναιδους.
"FoOro
ούδαμόθδν
έπιβεβαιοΟται.
·Ολως
άντιθέτως,
σήμερα,
σχε·
δόν
και
τά
τριαKόσtα
ήμινόμιμα
μπορντέλα
της
πρωτευού
σης
fXouVE
ιbς
ύπηρέτες
κίναιδους.
Έξάλλου.
καΟημεριν&ς.
μετά
τά μεσάνυχτα,
κίναιδοι
ντυμtνoι
ΎUvaIKEta
περιφέ·
ρονται
πίσω
άπό
τό
Χίλτον,
καθώς
καΙ
στό
Mεταξoυργεfo.
aτόν
Κολφνό,
η
{ιλλοο.
Με
λΙγα
λόγια,
οΙ
πλανόδ
ι
οι
κί·
ναιδοι,
κο
ι
ν&.;
φτωχομπι,ιέδε,.
άποτελοΟν
μιάν
άδυσώπητη,
καΙ.
συχνα
δυσβάσταχτη,
πραγματικότητα.
Και
κάτι
περισ·
σότερο'
άποτελοΟν σχεδόν
fva
ύπολανθάνον
νυκτόβιον
(δζον;)
καθεστώς.
Βάση
τοΙ}
Kαθεστtδτoς
αύτου
ή
άνοχή.
καΙ
εν
ταυτGι
ή
ενοχή,
όμ&ν
τ&ν
ιfλλM'.
Μεγάλο
σφάλμα
τό
νά
ζοομε
με
αύταπάτες.
ΟΙ
κΙναιδοι
εΤναι
μία
διηνεK6Jς
πληττoμtνη
κοινωνιι;:Τι
όμάς.
·Οθεν,
οι
κίναιδοι
για
νά
επι·
βιΦσουν
ΔκολουθοΟν
από
χιλιετιGιν,
περ(που
την
τακτιι;:η
-τ&ν
έβραίων'
ύποδ60νται
τον
εΟΟΙσθητο.
τόν
καλλ
ι
τέχνη,
-τόν
ευχάριστο,
τόν
πανέξυπνο,
τόν
παντογνώστη.
Και
πολύ
συχνα
ε
Τ
να
ι
.
Συνήθως δμως
,
κάθε
θηλυπρεπής,
fξω
Q:ttO
τά
προαναφcρθένtα,
μπορε{
να
εΙναι
κ α
ί
θρασύδε
ι
λος,
XU
δαΙος,
έιdOΡKoς.
ψεύτης.
φιλάΡΎUΡOς.
μπαμπέσης,
φαντασιο·
κόπος.
ϊσως
κάΟε
κ{ναιδος
νά
εΤνα
ι
σίχαμα'
μα
ποιός
δι·
καιοΟται
να
τόν
καταδικάσε
ι
;
Δεν
θέλω
νά
ιφΙνω.
Δια
τοΟ
αμοραλισμοΟ
κατέκτησα την
έλευθερΙα
μου.
Σημε
ι
ώνω
τα
συμβαίνοντα.
ΠΡOσr.αθ&
νά
περισώσω
λαογραφικά
σ-το
ι
·
χεΙα
της
έποχης
καΙ
τού
περιβάλλοντός
μου.
Τό
μίσος
εΤναι
ό
χειρότερος
δρόμος
για
την
κατανόηση
-τοΟ
προβλήματος
τGιν
δμοφυλοφίλων.
Άληθ&ς
μέΎΙστοι
καλλιτέχνες
καΙ
πάμπολλοι
ευΎενικο{
CϊνθρωπOΙ
όπηρξαν
κίναιδοι.
ΔικαιοΟ
-τα
ι
να
έπαναπαύεται
ό
ΛΙνος
Πολίτης,
μα
δεν
εΙναι
λΙΎες
οι
όπόνοιες
και
οΙ
ενδεΙξεις
πώς
αυτός
-τοΟτος
ό
ΔΙOνύσtOς
Σολωμός
ήτο
θηλυπρεπής.
Δεν
κρύβουν
τΙς
πληΎές.
Προσω-
πικ&.;
ό,διαφορ&
Ύιά
τούς
ιcίναιδoυς.
Μα
άργα
τΙς
νύχτες
σαν
τοα;
άντΙΙCΡι}ζω,
στά
μέρη
δπου
συχνάζουν, η
ψυχή
μου
μαυρίζει.
Τό
βιβλιαράκι
αυτό,
ενδεχoμtνως,
πολλών
-την
εΟΟισθησία
καΙ
τήν
1'ιθική
θά
θίξει.
Τώρα.
Ιδίως
τώρα.
νd
εlμαιπε
εόσιtλα.χνιKOΙ
πρέπει.
Δέν
t1t\"I'wt"l'aI
κατόρθφμα
διά
της
κτήσεως
τfΊς
Ιδιότψοι;
"1'00
θηλιmρεπoOς.
Π01Ο
Χέ
ρον
τiΊς
'iιθΙKfις.
οΙ
κίναιδοι
ποδοπατοΟν
τήν
αΙσθητιlC'f1
σας.
'Ως
Υνωστόν,
οι
λtξεις
αΙσχρός
καΙ
δ.σχημο,
ΣUνάΠΤOν
ται.
Ή
χαλαιά
άντίληψη,
'JII:ώς,
τάχα,
παρόμοια
βιβλία
teQ-
λύτερο νά
μή
βλtπoυν
τό
φiί)ς
"I,f'ις
ΤΙμέρα.ς,
κατέπεσε.
Σ"Ι'όν
ιcαιρό
μας πιά
'Itla"l'e60uv
δη
δ λ α
Υράφονται,
άφοΟ
δσο
Kaθopό"l'tpα
βλtπoυμε
"Ι'6σο
άΥν6τερα
ζοΟμε.
ΟΙ
μετριοχα
θεtς
εΤναι
ψεUτες.
Οί
ριζoσιι:αστιιcές
ιδtες
οΙ
μόνες
ΙδUς.
Κατέχφ
σημαίνει
'VUXOppαrib.
ΈκεΤνοι.
1I:OU
λ6Υαι
Δρμοδιό
"Ι'ητος,
διώκουν
τοός
σurrβαφεΤς
ας μάθουν,
έπιτέλOUΙ;,
νά
τoi)ς
βλέπουνε
μέ
προοπτική
μερικibν
δειcαετι/i)ν.
'Εξάλλου.
χοιός
σvyγραφεi)ς
δtxεται
4λλην
tξouσίαν
fξω
Δπό
την
τήν
έξOUΣία
τiΊς
ΙCαρδιaς
'[ου;
οι
σurrραφεΤς
ΎW>ριζOυν
"Δλλιιπα
πως
θεωροΟνται
περιποΙ
'Αteριβ6)ς
Ύ\αUΤό
'tOI.>-
't"ίζoυν
"Ι'ά
Ιδεώδη μι τά
πεπρωμένα
τους.
Έκάς
οΙ
'iιθιιcoλ6yoι.
ΟΙ
ιdναιδoι
fXouv
τήν
Ιδιαίτερη
Υλ.ώσσα
τους. δXroς
ΔKΡΙβιbς
οΙ
μάΎΚες
fxouv
'[ά
ΚWΤσαβάκ",α.
Τό
Ιδίωμα
<t/i)v
χιναΙδαιν
όνομάζε"l'αι
καλιαρντή,
f1
καλ,dρJιτω.
f\
καλ,αρvrα.
tΊ
λotιμπι
.lσrικo.,
"
φραΥΚΟMvμπ,,,tστικα,
f\
'tC,,,aPWTd,
f\
λαη.,κα.
tΊ
βαfJώ
l:lnIOutQ.
f\
I:τρoiiσκα.
f\
λWρn'ω,
f'ι
""ούρα
λ&άρnα.
Ή
ιcαλιαρντή,
αν
καΙ
ε{ναι
χάη
σάν
τεχ.νητή
Υλώσσα,
δέν
έποιήθη
σε
μιά
ΙΠΙΥμή.
ΠρόΙCει"I'αι
σχεδόν
Υιά μιά
δι6λειcτo,
'll:ou
με"l'ατρ
έιtει
την
'[άξη
<t/i)v
κιναίδαιν
σέ
έρμητιΙCΉ
χάιπα.
ΚαΙ
πρόιcειται
Υιά
fvav
άχολύτως
άμυντικό
κλοιόν
!ιcφρά.
σεως
μέ
δικό
'[ου
λεξιλό-Υ1.0,
ΙδιΔζOUΣαν
όρθοφαινία
καΙ
χροφορά,
καΙ,
έπιπλtoν
(σάν
'tριπλο"l'ετρΔδιπλη
άσφάλιση).
ταXUτατην
6μιλΙα.
Σήμερα
τι
καλιαρντή
δέν
fXtI
μιό-ν
ένιαΙαν
δψη,
Δλλά
έμφανίζεται
σάν
fva
σUνoλoν
σε
δύο
έιtΙπεδα:
'[ήν
ιiπλή
ΙCαλιαρVt'ή
καΙ
τήν
λιάρντω
(f1
ντούρα
λιάρντα).
Ή
πρώτη
όμιλεΤ"Ι'αι,
λΙΥο-πολύ,
άπ'
δλOUΙ;
τoUς
KΙναιδoUς.
Ή
δεύτερη
εΙναι
tι
o(oνεi
καθαρεύουσα
ΙCαΙ
τήν
χειρίζονται
οΙ
πολυ
μιtασμένOΙ, οΙ
έλάχιιποι.
ToO"l'o
όφεΙλεται
στην
διαρκ"
6πoxωρητι~ή
τάση
"Ι'ι1Ιν
λέξεων
τ"ς
καλιαρντ"ς
σε
νέες
ΔπόιφUφες
μορφές
"Ι'ων
lvvotibv.
·ΕτΟ1:
τ6.
ρήμα"l'l!
δικέλω
καΙ
άβiλω
άντιστοΙχως τρέπονται
σέ
"ooilw
καΙ
βooiAω,
ένa.
τι
λtξη
ΥερακΙλι.
imοκαθ
ιστδ
την
ταυτόσημη
ΥκρΙφ,.
Ή
ντούρα
λ
ιάρντα
εΙναι
δημιούρΥημα
'tibv
προσφάτων
t"l'ibv.
llapd
"Ι'ήν
άΥαθή
στάση
του
λαοΟ
μας
fvaYΤa
'Cibv
ΙCιναΙδων
αΙΠοΙ
οΙ
(διοι
πpoφανiί)ς
fxouv
ΔΡKετOUς
λ6youς
yιd
νά
έχ
φράζονται
μ
έ
έπιφυλαKηΙCότητα.
Ή
καλιαρντή
ε{χε
dP'Xi-
σει
νά
Ύίνεται,
μεταξi>
όρισμένων
1Cόιcλιoν,
τό
Ύλωσσικόν
Ιδίωμα
τοΟ
συρμοΟ.
Φαίνεται
πώς
οΙ
'ι'ιθοποιοΙ
ΠΡαιτοστά
τησαν
σ'
αύτό.
Κάτι παρόμοιο
συνέβη
πρό
εΙκοσιν
ΙτΦν
μέ
τoi)ς
άστούς,
που
fvaιoθav
έξόχως
κολακευμένοι
δταν
έψέλ
λιζαν
κάμn:οσες
ρεμπέτικες
λέξεις.
ΣΙΎά-σΙΎα.
τά
Kouτσαβά
κικα
διαφοροποιήθηκαν,
καΙ,
τώρα,
Τσως,
έξαφανίζονται.
Ε[ναι
δγνωστον
liv
θα.
συμβεΙ
τό
{διο
μέ
τά
"αλιαρντά.
"
Ώστe
ή
καλιαρνηΊ
εΙναι
μΙα
συvθημαΠ1Cη
διάλεΙCΤo.;,
διεπο
μένη
dniI
τoi)ς
εfδΙ1Cοi)ς
κανόνες
δλων
τ())ν
συνθημαΤΙ1Cli)ν
διαλtιcτmν.
ΦυσΙ1Cά,
ή
καλιαρντή
6KOλoUΘεT
την
Ύραμματικη
"αΙ
τό
συνταΙCΤΙKό
τ~ς "οινης
νεOελληVΙKης.
Α6τό
διόλοι>
δλν
έμποδΙζcι
την
καλιαρντή
6:lι:ό
'Τό
νά
εΙναι
μΙα
άδιακό
κως
lξυπνη
ΙCαΙ
Ιδιαίτατα
πλαστική
Ύλώσσα.
Ή
ιcαλιαρντή
fXEI
!να
xαραιcτηρισΤΙKό
θέλΥητρο'
εΙναι
μία
Υλώσσα
που
σΙ
1ri:άνε
ι
να.
:ιαμoyελliς
4θελά
σου.
Κι
αύτός
ε{ναι
ό
στόχος
τΘν
κιναίδων: έπιζητοΒν
νά
6φοπλίσουν
τόν
συνομιλητή,
Υυρίζοντας
την
κουβέντα
στό
εδτράπελο.
Ή
καλιαρντή,
έξ
άπόψεmς
λΟΎοτεχνικης
καταξ
ι
ώσεως
καΙ
φιλολΟΥικης
διε
ρευνήσεmς,
εΙναι
Ύλώσσα
παντελό)ς
4Υνωστη
1(αΙ
παρθένα.
Ή
διαβόη'Τη
λoyOτεXνιΙCΉ
Ύενιά
'ΤοΟ
'30
συνεβάδιζε με τό
ρεμπέτικο
τραΥΟΟΟΙ
1(αΙ
οΜέν
άντελήφθη
περί
α6τοΟ.
Ή
μoιryκαμάρα
συνεχίζεται
καΙ
πρ6ς
την
πλευρά
rli)v
κιναΙ
δων.
Στην
'Ελλάδα.
οΟΟείς
δια1(ινδυνεόει
τό
ΙCΎρoc;
του
διε
ρευν&ν
άVΤΙ1(εΙμενα
xoi>
στεροΟνται
ΙCΎΡOoς
Τσως
διότι,
π4ς
dX01(fli)v
ΙCίιρά;
θνήσΙCει.
Ή
λέξη
νπόκοσμος
θεωρεΤται
κακιά
λέξη.
Άλλά
αυτό
ού
δόλως
μέ
κωλόει
νά προσανατολίζομαι
σταθερά
στην
δια
πίστωση
πώς
ό
άΠΟ1(αλο6μενος
υπόΙCOσμoς,
δχι
μόνον
εΙ
ναι
ό
κύριος
φoρεi)ς
τΘν
έλληνικ/Ζ)ν
παραδόσεων,
μά
1(αΙ
σ
υ
ν
ε
Χ
{ζ
ε
ι
την
δημιουΡΎ[α
νέων
παραδόσεων.
Ό
(m6-
ΙCoσμoς
άποτελεΙ
ένεΡΥό
τμf'ιμα
τοΟ
κοινωνικοΟ
σώματος.
Άκόμη
καί
οΙ
δολοφόνοι
(δέν
6VΉKOυν
στόν
ύπόκοσμο)
εΤναι
άναΥκαΙοι
καΙ
άναΥκαΙως
6ποδεκτοΙ
ΟΙ
κίναιδοι
άνή
κοον,
fστω
έν
Πδριθωρίω,
στόν
ύπόκοσμο.
Μύ.
ό
ίntόKoσμoς
τoi)ς
ξερνάει.
ΟΙ
κίναιδοι
βαδίζοον
παράλληλα,
καΙ
έν
έπα
φ~,
μΙ
τόν
ύπόκοσμο.
ΟΙ
κίναιδοι
άνήκουν
στόν
ύπόκο
σμο
υπό
'Την
Ιννοιαν
δποl.l
άνήκουν
σ'
αύτόν
οΙ
6πατεώ
νες
fι
δσοι
έφαυλΙζουν
παιδιά.
Χωρίς
νά
άποκλεΙονται
οΙ
μοναχικές
tξαιρέσεις,
οΙ
κίναιδοι
άποτελοσν
Ινα
σ(ί)μα.
Σ'
αύτό
τό
σli)μα
υχάΥονται
οι
θηλυπρεπεΙς
που
Ύι.ιρίζουν τΙς
ννxτtς
στά
κατασκότεινα
Χάρκα
fι
συναΥελάζονται
μέ
έχι
βήτορες
στά
έπί
τούτω
φτωxιιcά
κέντρα
διασκεδάσεως,
κ.αΙ
πού
δλοι γνωρίζονται
ό:ρκετά
καλά
μεταξύ
τοι>ς
.
ΆKριβ(bς
αόtδ τό
σ&μα
δμ
ι
λεΤ
τα
καλιαρντά.
Καλιαρντα
δΙ
σημαίνει
dσχημα
λ6Υια,
κακα
λόγια,
περίεΡΎα
λόγια.
Ό
νεοελληνικός μικροαστικός
πολιτισμός
πάσιει
ό:Χδ
προι
οΟσα
κακοήθη
κοκεταρία,
που
δΙν
'106
Ιπιτρέπει
να
ΙδεΤ
τούς
κίναιδοι>ς
καΙ
νά
ό-κουσει
τη
Ύλώσσα
τοι>ς.
Μά
καΙ
οΙ
κίναιδοι
καΙ
"[ό
Ύλωσσl1(ό
τοι>ς
Ιδίωμα
(κόντρα
στό
πείσμα
σας)
lΧΡίστανται.
Τό-
Ύλωσσικα
Ιδιώματα,
που
ό:ναπWσσοuν
όρισμένες
ξεκομένες
ιcoινωνιKές
δμάδες,
δέν
εΙναι
κάη
τό
ιΙγ"ωστο
στην
Ιστορία.
ΈδΒι,
στην
Έλλάδα,
παλαιότερα,
εΙχανε
τη
διιcιά
τοι>ς
γλώσσα
οΙ
ΙCOμΠOγιανίΤ&ς
καΙ
οι
χτί
στες.
Στα.
χρόνια
μας lχουμε
τό
γλωσσικόν
Ιδίωμα
τlί!ν
ρεμ
πέτηδων,
δπου
στηρίζονται
(μΙ
σχεδόν
έλάχιστες
διαφο
ρΙς)
οΙ
γλωσσικές
παραφυάδες
"[Βιν
διαρρη1("[lί)ν,
τΒιν
πα
παtζήδων,
τΒιν
χασικλήδων,
τ&ν
πρεζάΙCηδαιν,
τ&ν
κατα
δίιcων
.
τα
καλιαρντθ:
ε[ναι
τό
πιό
στεΎανό
καί
τό
πιό
Ινδια
φέρον
γλωσσικόν
lδίωμά
μας.
τα.
ιcαλιαρντά
εΙναι
μιά
γλώσ
σα
τοΟ δρόμου.
'
Ήρθε
ή
στιγμή
να
τoVΙσω,
λίαν
Ιπιμόνmς,
τήν
συμβολη
του
δ Ρ
ό μ
ο
υ
στην
δημιουργία,
δλο
και
νέων,
fιθOλOγιKlί)ν-λαOγραφΙΙC&ν
μορφ&ν.
Τά
ιcαλιαρντά
εΙναι
fva
γλωσσικό
φαινόμενο
μέ
σαφ&ς
λαογραφικό
όπόβαθρο
τα
καλιαρντά
εΙναι
fva
κοινωνικό
φαινόμενο.
Τό
σπίτι
καΙ
11
οΙκογένεια
δΙν
δΙνοuν
τόν
δξονα
τΘν
συγχρόνων
λαιηρα
φΙKlί)ν
δεδομένων.
Τά
καλιαρντά
εΙναι
μία
προφορικη
Ύλώσσα
μΙ
χιλιάδες
λt
ξεις.
ΔΙν
διαθέτουμε
μνημεΤα
γραπτου
λόγου
στην
καλιαρν
τή.
Ύπάρχοσν
ιcΙναιδoι
που
όμιλοσν
θασμάσ
ι
α
τα
καλιαρντά.
Ή
μάζα
δμως
τ&ν
κιναίδων
χρησιμοποιεΙ
μόνο
τρεΤς-τέσ
σερεις
έκατοντάδες
λέξεις
(ftat
άκριβΒις
δπου
fνας
καλλι
εΡΥημένος
δνθρωπος
μεταχειρίζεται
πέντε
χιλιάδες
λtξε
ι
ς
τf1ς
KOινi'ις
νεοελληνικης,
ένΘ
Υιά
έναν
άξεστον
όρεσίβιο
Ιπαριcol1ν
πενταιcόσιες
λέξεις).
Ό
ιc{ναιδoς
πού
όμιλεΤ
το.
καλιαρντά
εχει
πλήρη
έποπτεΙα
της
νεοελληvικi'jς
γλώσσας.
Τά
καλιαρντά
ακαταπαύστως
έξελΙσσονται.
Ό
κίναιδος,
ό
όμιλ&ν
την
γλώσσα
τ&ν
κιναlδων,
εΙναι
ενας
ευστροφος
δνθρωπος,
που
κατέχει
'Ιό
λαΤκό
λι:ξιλόγιο
τiί)ν
νεοελλήνων,
καΙ,
συνάμα,
Ύνωρίζει
άρκετές
τοσρκικές
λέξεις
,
καί
Ιταλι
κές,
καί
γαλλικές,
καΙ
άπλικές.
Ή
ΎερμαVΙKη
εlναι
μιά
ιϊΎναι
στη
Ύλώσσα
για
τους
κΙναιδοι>ς'
και
ή
ρωσική.
Έπ'
ευκαιρία
θά
άναφέρω
δτι
οΙ
μάΥκες,
δσο
μπόρεσα
νά
Ιξακριβώσω,
μόνο
μια
Ύερμανικη
λέξη
Ιδανείσθησαν
(sprechen >
σπρ~
χάρω
=
όμιλ&),
έν&
'Ιό
Ύλωσσικό
τους
Ιδίωμα
βρίθει
τουρ-
κικό':ιν
καΙ
Ιταλικών
λtξεων.
ατό
'διο.
πάνω-κάτω.
ποσοστό
πού
τΙς
βρΙσΚΟlJμε
στήν
κοινή
νεοελληνική.
Κι
~νας
lί.λλoς
συσχετισμός:
τά
κουτσαβάκικα
δέν
συπενεύουν,
ουτε
κάν
έrι:ΙKOινωνOOν.
μέ τό
καλιαρντά
.
Μέχρι
τοϋδε
ατό
λεξιλό
γιο
τό':ιν
ρεμπέτηδων
έντόπισα
μόνο
δώδεκα
λέξεις
τ!Ίς
κα
λιαρντΙΊς
(κι
αίιτές
είιρεΙας
λα[κ!Ίς
χρήσεως)'
καΙ
άντιατρό
φως,
οΙ
κίναιδοι
πήρανε
καΙ
χρησιμοποιοΟν
κάπο\)
δέκα
μάγκικες
λέξεις.
'Εν
τό':ι
μεταξύ,
τό
μάγκικο
γλωσσικ6ν
Ιδί
ωμα
δλο
καΙ
διαρρέει
πρός
την
έργατική
τάξη.
Σ\)νήθως
οΙ
λtξεις
τ!Ίς
καλιαρντΥις
εΙναι
μεταμφιεσμένες
λtξεις
κυρΙως
τΥις
νεοελληνικΥις
γλώσσας
(π.χ.
πoVμα
ό:πό
τό
novμάνι)
fl
εΙναι
καμωμέν6ς
με
τέτοιον
τρόπον
ώστε
ή συνειρμική
άναγωγή
ΤOuς
νά
όδηγεί
κατ'
είιθεΤαν
στήν
κρυμένην
Ιννοια
(π.χ.
ταψί).
ΈπΙσης,
συνήθως,
οι λtξεις
τΙΊς
KαλιαρντfΊς
εΙναι
σπονδυλωτές.
'Υπάρχουν
λεκτικοί
σπόνδυλOΙ-ΙCΛΕι
διό.
πού
δίνουν,
με
κάθε
καινούργια
διάταξή
ΤOuς,
καΙ
μιάν
lί.λλην
άρθρroτή
λtξη
μέ κάΟε
φορά
νέο
έννοιολογικό
φορ
τίο.
Ή
Δνίχνευση
τf\ς
έτυμολογίας
τό':ιν
λέξεων
τΥις
καλιαρ
ντΙΊς
εΙναι
έξαφε:n.:tσς
δ6σκολη.
καΙ,
κάποτε-κάποτε.
6:δό
νατη.
'Απτό
παρΔδειγμα
τό
έπlρρημα μπαξ-και
-λατσή
(6:-
κούγεται:
μπαξκελατσί).
Τό
ξανατονΙζω'
ή
καλιαρντή
δμι
λεΙται
τάχιστα
-
οίισιαστικό':ις
ιΊν
δεν
εΙσαι
κΙναιδος
άδu
νατεΙς
νά
προφέρεις
σωστά
τίς
λtξεις
τΙΊς
καλιαρντ!Ίς,
πού,
πάντα
,
συνοδεύονται
άπό
κατΔλληλες
ct3yλωTtEς
χει
ρονο
μΙες
καΙ
μορφασμοΟς
καΙ
καμώματα
καΙ
άκκισμοΟς
κα!
ΎU
ναικωτές
στάσεις
τοΟ
κορμιοΟ.
ΕΙναι
τόσο
δύσκολο
νά
προ
φέρεις
όρθCt
τά
καλιαρντά,
il)ote
ατό
σύνηOeς
έρώτημα
ι<μπενάβεις
τά
καλιαρντά;»
όσοι
τά
όμιλοΟν
άπαντοΟν
με
κομ
πασμό:
«καί
τά
'tζινάβω
ιαιΙ
τά
μπενάβω
».
Τέλος
,
ό
άνα
ΎνΦστης
τοα.
έν
συνεχεία,
λεξικοΟ
θά
lδεΙ
νά
ξεπηδα,
μέσα
άπό
τήν
δομή
καΙ
τό
πνεΟμα
τό':ιν
λέξεων
τf\ς
καλιαρντι,ς,
τ6
πανόραμα
τοΟ
εlδωλολατρικοο
καΙ
φιλήδονου
καΙ
συσπει
ρωμένου
καΙ
Δναρχικοσ
καΙ
ό-πολιτικοΟ
καΙ
Δμιγό':ις
Δστι
κοΟ
κόσμο\)
τό':ιν
κιναΙδων,
δποlJ
ή
Δσέβεια
πρός
τά
θεΤα
Δμιλλltται
την
περιφρόνηση
για
τα
-ΥυναικεΤα
σεξουαλικά
δό':ιρα,
καΙ,
δποlJ
διάφορα εΟστοχα
καυστικά
κοσμητικά
έπΙ
θετα
γελοιοποιοΟν
τoUς
Ιπαρχιό':ιτες,
μα
καΙ
τοΟς
άστυνο
μικούς.
"Ίσως,
πιθανόν.
ή
όμοφυλοφυ.Ια
νά
εΙναι
tΊ
νά
μοιάζει
μιΔ
πληγή,
μέσα
στΙς
τόσες
κοινωνικές
πληγές.
Μά
οΙ
πληγές
δέν
κρ{νονται,
ούτε
τιμωροΟνται.
Η.Π.
Άθ!Ίvoι,
Μάιοι;
1969
.
Λεξικόν
![]()
Α
ά-
στερητικό
πρί
ν
άπό
6,pxncb
)'ράμμα' δ
α.
νεισμtνo
άπό
τήν
κοι
νή
νεoελληVΙKή.
α!
έπιφώνημα:'
έ1(φράζει
Εκπληξη
fι
ψευτo-
έιcπληξ
η
.
6.βo"ouloμfto6PIaatoς
,
έπΙΟετο'
6ψαλτος
1C1
άδιόβαστος
σόν
Οετο
άπό
τ6
στερηnκό
ά+βaκoιιYι
+
μπoυpιάρι
(βλ.
λήμματα
βaκoυ).ή
'ΚαΙ
μπουριάρι).
αβελι
lιΠOKατέ
(!).
fla
δω
(!)-
προστακτική
1"00
άβέλω
(βλ.
λήμματα
dβέλω
καΙ
άποκατέ).
lιβέλει
1"ονΤΟΡελιά
'
φυσάει
ιϊνεμος
άπανταται
στό
τρίτο
έ
νικό
πρόσωπο,
κυρΙως
το!,}
ένεστΘτος
(βλ
.
λήμματα
άβέ.λω
χαΙ
)'KOVΤOpε)Jd)
.
lιβέλω
'
δίνω,
παΙρνω,
κάνω,
βάζω,
βΎάζω,
έπιΟυμώ,
fχω,
θέλω'
ρf1μα-!CλειδΙ,
πού
πάντα
O1Jσχετiζεται
μέ
τά
συμφρα
ζόμενα
(βλ
.
έπόμενα
σxεnιcά
λήμματα),
καΙ.
πού
πιΟανώτα
τα
Ιλκει
τήν
καταΎωΥη
του
{ιπό
τό κοινό
ρ~μα
θ
έ
λω'
ται>
τόσημο
τό
βουέλω-
άνάλΟΥΟ
τό
ρεμπέτικο
κουσουμάρω.
Δβέλω
αΤτνα'
βγάζω
σπuρΙ
(βλ.
λήμματα
άβέλω
καΙ
aΤn'α)'
ταυτόσημο
τό
βουέ).ω
ndpa,
6:βέλω
6:χα
λ
ιά
'
κ
άνο
δΙα
ιτα
(βλ,
λήμματα
άβέλω
καΙ
άχαλιά),
6:μέλω
βαιωuλοξεκολλο(lψες'
ζητ({)
διαζύγιο.
παίρνω
διαζύγιο
(βλ.
λήμματα
άβiλω
καΙ
βακOυλoςεκoλλoίJψες)'
τ6
σκέτο
άβέ
λω
Ι:εκoλλoίJψες
σημαΙνει
χωρίζω,
λέω
άντ(ο
Υιά
παντοτινά.
6.βέλω
βιολέ-τ:α'
δίνω
λεφτά,
πληρώνω'
(ιπό
-τ:6
άβέλω
καΙ
τό
βιολΕ.τέρα
(βλ.
λήμματα)'
ταu-τ:όσημα:
άβέλω
μπερντέ,
βoυiλω
όποία.
6:βέλω
ΎKaζόζα'
χάνω
1Cλύσμα
(βλ.
λήμματα
άβέλω
'
χαΙ
γκα
ζόζα)'
ταu-τ:όσημo
τ6
βoυiλω
γκάζα.
6:βέλω ΎΧοντορελιά'
βλ.
τ6
λf'iμμα
άβέλΕ.ι
γκοντορελιά.
6:βέλω
ΎΟρΥόρι'
χαστου1dζω
(βλ.
λήμματα
άβέλω
χαΙ
γοργόρι).
6:βέλω
δαν-τ:έλα'
δtνω
(βλ.
λήμματα
άβέλω
καί
δαντέλα)"
συνώνυμο
τ6
δαντελιάζω.
6:βέλω
διακόνα
σtόν
μπερντέ'
ζητιανεύω.
ζητώ
δανεtxά
(βλ.
λήμματα
άβέλω.
διακόvα.
μπερντε').
6:βέλω
έτροοσκα'
γνωρίζω
τήν
καλιαρντή,
καταλαβαίνω
τά
περΙ
τζιναβοσίινης.
δ.ντιλαμβάνομαι
τ6
Υλωσσιχ6ν
Ιδίωμα
τ({)ν
κιναΙδων
(βλ.
λήμματα
dPέ).I.J)
καΙ
ΑτροΟΟκα).
δ.βέλω
ιι:ανικό·
πηγαίνω,
παίρνω
δρόμο.
φεύγω
(βλ.
λήμματα
άβέλω
καί
κανlκό)'
ταυτόσημα:
άβiλω
σπασ(μπεr;,
άβέλω
τζaστlKό,
βoυiλω
τζά,
τζάζω.
τζασάρω,
τζασέρνω,
τζάω,
6:βέλω
"άπι'
βάζω
χέρι,
κάνω
έρωτική
χειρονομία'
άπ6
τ6
6.βiλω
καΙ
τ6
κάπι'
ταυτόσημα
:
άβiλω
μπιεσμάν.
ΙJ.βέλω
μπpaτέλο.
βουέλω
μπΡάτες,
KOutιU.ldCw
(βλ.
λήμματα).
6:βtλω
ιι:ατόλια'
κλαΙω
(βλ.
λήμματα
άβέλω
χαΙ
κατόλια)'
τ6
(διο
σημαίνουν
τά
ρήματα;
βoυiλω
KελopόσOλa,
Koιreλoφλo
κιάζω,
λακΡάρω.
6:ρέλω
κλόζ'
χλείνω'
τ6
κλόζ
βεβαίως
άπ6
τ6
άηλικ6
close
(=κλείνω)'
συνώνυμα:
άπολιάζω,
βιΡτζινιάζω
(β~.
λtξεις).
6:βtλω
ιι:οντιερή'
χαΙδεύω
(βλ,
λήμματα
άβέλω
καΙ
Kovτιιψη')'
συνώνυμο
τ6
βουέλω
κονταντέρ.
άβέλω
"όντρα-τέμπο'
πιέζω
(βλ.
λήμματα
άPiJ.I.J)
καί
Kόvτpα
τέμπο)'
συνώνυμα:
βουέλω
φόρια,
κοντpaτεμπάρω.
6:βf:λω
κοντροσόλ'
φιλιIl'
(βλ.
λήμματα
άβέλω
καΙ
κοντροσόλ)'
ταu-τ:όσημα
:
άβέλω
Ροντοσόλ,
βoυέΛW
σάλιαγκο,
βουέλω
τζό
κα.
KOντpoσOλιi.pω.
άβέλω
κουλά'
δ.φοδεύω·
(βλ.
λήμματα
άβέλω
καΙ
κουλό)'
συ
νώνυμα
:
βουέλω
κουλ-κούλ,
κουλάρω,
μovτιάζω,
πουλοπυρ
γώ\'ω,
πυργώνω,
6.βέλω
κουσέλια'
προδΙδω
(βλ.
λήμματα
άβiλω
καΙ
κουσέλlα)
'
ταυτόσημο
τ6
βoυf.λαι
σιλανσιόλει;.
6:βέλω
"ouσoύμια'
κακολογω,
1(ουτσομπολεύω
(βλ.
άβέλω
καΙ
κουσούμι)'
ταυτόσημα
τά
:
άνο(γω
βιβλlo
σrηχapητηplων.
6βέλιD
"ράιtρα
_
άβΟ,ω
μ.ιφατέλο
κaζεiν,άζω,
KOQσOυμιάζω.
μπε~'άβω
dνΟυγιειl-'ιi
κ.ΙΙ
6:Ρέλω
κράκρα'
διψli:ι
(βλ.
λέξεις
άβέλω
καΙ.
ιφάΧΡα)'
ταυτό
σημο
τό
βoVΈλω
μπλούκροlJ.
άJlέλω
λατσοκαζαντιά'
fχω
τύχη,
φέρνω
τύχη,
εΙμαι
γουρ.
λής
(βλ.
λήμματα
άβέλω
καΙ.
λατσοκαζάντω).
άPtλω
λατσό
παγκρό'
χτενΙζομαι
(βλ.
λήμματα
άβiλω,
λατσός,
παΊΚΡΟ)'
ταυτόσημο
1'6
βουέλω
τσόπαΊΚΡα.
lιPέλω
λούνι'
κολυμπώ
(βλ,
λήμματα
άβέλω
καΙ.
λούν
.
).
άβέλαι
μαρμαρσύ
'
περιμένω'
lιπό
τό κοινό
μαρμαρώνω,
άJlέλω
μούσι
'
fχω
νεΟρα'
Ισως
έκ
1'00
γεγονότος
δη
οί
κί
ναιδοι
συνήθως
κάνουν
6:ποψΙχωση,
καΙ,
συνεπώς,
δταν
fxouv
γένια
νιώθουν
έκτός
έαυτοϋ,
νιώθουν
νευΡΙ1C6τητα.
άΡέλω
μπακαλούμω
'
παραιcαλli:ι
(βλ.
λήμματα
άβέλω
1CQ i
μπaxαλούμω),
lιPέλω
μπαλόμπα
'
ύ
π
ερmτίζομαι
(βλ,
λήμματα
άβέλω
καΙ.
μπαλόμπα)
ό.Ρέλαι
μπαλτατ
ζ
ού'
δικάζομαι
(βλ.
λήμματα
άβέλω,
μπαλτα
τζού,
καθιbς
καΙ.
τό
ταυτόσημο
βουέλω
μπάλτε~)
.
lιPέλω
μπερντέ'
πληρώνω
(βλ.
λέξεις
άβέλω
καΙ.
μπερντέ)'
ταυτόσημα:
άβέλω
P.o).ita,
βουέ).ω
όποία.
άΡέλω
μπερχαμά'
καβγαδΙζω
(βλ.
λήμματα
άβέλω
καί
μπερ.
χαμά,).
άPtλω
μπιεσμάν-
κάνω
έρωτιιι:ές
χειρονομίες,
βάζω
χέρ.
(βλ.
λήμματα
άβέ).ω
καΙ.
μπιεσμάν,
καθώς
καΙ
τίι
συνώνυμα
ό-βέλω
μπιεσμαl'τό
,
άβΈJ.ω
μΠΡατέλο,
άβέλω
κάπι,
βουέλω
μπΡάτες,
κουταλιάζω).
άΡέλω
μπιεσμαντό
'
άλλος
τύπος
1'00
ό-βέλω
μπιεσμάν.
ό:Ρέλ
ω
μπλάντο
'
1':χω
περlοδο,
εχω
αlμα.
lxro
τά
fμμηνά
μου
(βλ.
λήμματα
άβέλω
καΙ.
μπλάντι)'
ταυτόσημα:
άβέ).ω
νισε
στέ,
βυυέλω
κουμουνόσκε).η,
βουέ).ω
μουνόπασχα,
βoυiλω
POQ-
ζόσκελο.
άβέλω
μπούα
'
κορνάρω'
τό μπoύa,
έδli:ι,
ηχομιμητικό
[βλ.
λήμματα
άβiλω
καΙ
μπoύa
(=λουλούδι)
J.
άβέλω
μπούτ
Μπαίρακτάρη'
τιμωρ&
σκληρά
(έπΙ
λέξει:
γΙ·
νομαι
πολύ
ΜπαΤρακτάρης)'
ό
ΜπαΤρακτάρης
ύπi1ρξεν
ά
στυνομικός
διευθυντής
'Αθηνών
κατά
την
περlοδο
1893-189/
(βλ
,
λήμματα
άβέλω,
μπούτ,
μπαΣΡαχταρίζω)
.
άβέλω
μπούτ
μπόψ
έπεξηγli}
(καΙ
tni
λΙξει
:
τά
λέω
πολύ
καλά)'
συ\'ώνυμα:
βοviλω
ζπλίκα,
Ιξπλικό.Ρω
(βλ. λέξεις).
άβtλω
JI
nox
jKoς
'
βρωμάω,
ζέχνω
(βλ.
άβέλω
καί
μποχίκα;),
άβέλω
μ π
ρατ
έλ
ο
'
βάζω
χέρι'
ό.πό
τό
άβΈJ.ω+μπpατέλo
(βλ.
λI1μματα)'
ταυτόσημα:
άβέJ.ω
μπ
ι
εσμάν.
άβέλω
κάπι,
Povilw
20
μιφάτεr;,
κοιπαλιάζω.
6.μέλω
μΠΡοστομπερντέ
'
προκ
α
ταβάλλω,
δίνω
ΠΡοχαταβολή
(βλ
.
λήμματα
dβέλω
ιc:αί
μΠΡοστομΠεΡντέ).
6ρtλω
",άψες
'
λέω.
φλuαρGl.
KOι.rrσoμπoλ.ε6ω'
6.πό
τ6
άβi
λω+~'άψες<
κοινό
4ιιaψες
'
εΤνοι
Ύνωσn'ι
ή
ΣXEΤΙΙCη
λα{1(ή
b:φραση
άwlβω
φωτ
ι
ές'
τά
ρήματα
λακιράρω,
μπε\-ό.fJω,
μπο!?
dβω
σημαίνουν
λέω
(βλ.
λήμματα).
ΔΡέλω
νισεστέ
'
Ιχω
τά
Ροί1χα
μο
υ,
Ιχω
περίοδο
(βλ.
λή
μματα
άβέJ.ω καΙ
Υ lσ
εστέ.
καθως
χ:α.ί
τά
συνι'ί)νυμ
α
Iιβiλω
μπλάvτo.
βoυiλω
κουμουνόσκε.λη,
βουέλω
μουΥόπασχα,
βoυiλω
poUΖό
σκελο)
.
6:ρtλαι
νορμάλ
'
πέφτω μπρ ού
μ υτα
(βλ.
λήμματα
άβiλω
ιcαΙ
νορμάλ)'
ήΡοχλωτά
σημαί
νε
ι
άνάσκελα.
Δρtλω
ντονιά
'
κάνω
νάζια
(βλ
λtξε
ι
ς
άβέλω
καΙ
νταν/Δ)'
σχεΤΙ1Cό
τό
βoυiλω
κουρούνες.
6ρtλm
ντέζι
'
δΙΕΎεΙρομαι
aEξouαλIιcliX;.
καυλώνω. Ιχω
J(Qf)
λες (βλ
.
λήμματα
d.βiλω.
vτέζ,.
vrεζdpω,
ντεζιΡό.Ρω.
βουέλω
φακΙΡοπίπιζα.
φαχΙΡοπιπιάζαι
κοΙ
χορχοριά
ζω).
Δρtλω
νtOύπ
'
δέρνω,
δίνω ξύλο
(βλ.
λήμματα
άβ
έλιJJ
καΙ
ντούιι)
συνώνυμα.
:
βoυiλιJJ
χιιλάστpa.
μπιζάρω,
ντουπάρω
Δρέλω
νΤΟ
"Ρανάοα
μα
'
κάνω
κουράγιο,
όπομένω
(βλ.
λήμ·
ματα
άβέλω
καΙ
vτoυpa\'άσαμα).
Δβέλω
vtρέcrες
'
ντύνομαι
(βλ.
άβέλω
καΙ
ντρέσα).
άρέλω
ξεκολλο0ψες'
χωρΙζω,
λtω
άντίο
Υιά
παντοτινά
(βλ.
λήμματα
άβέλω
καΙ
ξεκολλούψα)'
σημειωτέον
δτι
άβiλω
βα.
κουλοξεκολλοϋψες-
σημαΙνει
ζ
η
τω
(ή
παΙρνω)
διαζίryιo.
όβέλω
δψιόν
μπερντ
έ'
δ
ιαθ
έ
τω
μετρη
τά,
Ιχω
ρευστό
χρη
μα'
ή
περΙφραση
μ
aλλoν
lιπό
τΙς
γνωστές
καταΟέσεις
δψεως
(βλ.
άβέλω
καΙ
μπερντi).
όρi;λω
πακέτο'
κάτω
άπό
τό
παντελόνι
δεΙχνω
δγκο
στό
ύπο·
Ύάστριό
μου,
πΙσω
όπό
τά
poijxa
διαφαΙ νονται
τά
γεννητι
κά
μαο
δργανα
(βλ.
λήμματα
dβiλω,
πακέτο,
καΙ
τό
ταυτόσημο
βουέλω
μπajlκάζι).
6βέλω
πούφ
'
τραβάω
ροuφηξιά
άπό
τσιγάρο,
φοuμάρω
βλ.
λήμματα
άβέλω
καΙ
πούφ)'
ταuτόσημα
:
βουέλω
φούμα,
βll-άΡω
τή
ντούμα.
Δβ
έλ
ω
ρtλo'
πέρδομαι
(β)
•.
λtξεις
άβέλω
καΙ.
βέλο)'
ταuτό
σημα
:
άβέλω
ρέτα,
άεΡαντερίζω,
βoυiλω
μπουμπούι'ι.
άβέλω
ρέτα
'
π έρδο
μαι
'
τό Ρέτα
{σωι;
άπό
τό
ρετάρω,
όπότε
'Ιό
ρημα
μας
σημαΙνει
: lxro
διαφυγές
ταuτόσημα:
άβέλω
Ρέλο,
άεραντερίζω,
βουέλω
μπουμπούι'ι
(βλ.
λήμματα)
όβtλω
ρετάλι
'
ένιί)
δuναμαι
βοηθίί)
έλάχιστα,
ένισχ6ω
χωρίς
"
κέφι
(βλ.
άβέ).ω,
Ρετάλι,
pεταJ.όκαπα).
άβtΙω
ροντοσόλ'
φιλG:ι,
λείχω
(βλ.
λήμματα
άβέλω. Ροντοσόλ,
povτoσoλ6.pω,
dβέλω
κοντΡοσόλ,
βουέλω
σάJ.ιαγκO.
βolJέλω
τζόκα,
KOVΤPOσOλ6.pω).
άβέλω
ιn:ρΙβα'
γράφω'
συνώνυμο
το
σκριβ6.Ρω
(βλ.
λήμματα
άβtλιJJ
καΙ
σκρίβα).
άβtλω
σπασlμπες
'
φεύγω,
ξεγλιστpG:ι
(βλ.
λήμματα
άβέλω,
(J1[ασίμπα)'
ταυτόσημα:
άβέλω
κaΙ'lκό,
άβέλω
τ'αστικό, βoυt·
λω
1'ά,
τζάζω,
τζασάρω,
τζασέρι'ω,
τζάω.
άptλω
σφήνα'
κατηγΟΡο\)μαι
(βλ.
λέξεις
άβέλω
και
σφήνα).
lιt!έλω
τζαστικό
'
φεύγω,
παίρνω
δρόμο
(βλ.
λήμματα
ά/lέ),m
καΙ
τ
ζαστ
l
κό
,
καΟώς
καΙ
τά
συνώνυμα
άβέλω
κανικό,
άβiλω
σπασ
lμπtς,
βουέλω
1ζά,
1'6.(00,
τζασάρω,
τζασέρνω
,
τζάω).
6.βέλω
τζαστιραχοσεκέρι
'
δηλ
ητη
ριάζω'
χατά
το
Iι.βiλω
τζα
uτιpαχόσ
oλo'
ωJ.o συνώνυμο
το
ψακιάζω
(βλ.
λή
μματα)
.
ΑΡέλω
τζαaτιραχδσολο
'
φαρμα1Cώνω.
δηλητηριάζω
(βλ.
ά
βέλω
ιcαΙ
τζασΙΙΡαχόσολο)'
ταυτόσημα:
άβέJ.ω
τζαστιΡαΧΟ
σεκέρl.
ψακιάζω.
4βtλω
τζασχάλεμα
'
άναΥοολιάζω.
κάνω
έ
μ
ετό
(βλ.
λήμματα
άPέJm
καΙ
τζασχάλεμα).
Δβtλω
τ
ζόκα·
παΙζω
(βλ.
τό
άβέJ.ω+τζόκa)·
ώστόσο
βolJέλω
τζόκα σημα(νει
φιλ6}.
όβtλω
τζουρό'
ουρ6}
(βλ.
λήμματα
άβέλω
καΙ.
τζοιιρό,
καθως
κα!.
τό
ταυτόσημο
βoυiλω
σεμελόπηγη).
όβtλω
τζOίις·λtOT
πλtνoμαι'
συνώνυμο
τό
βoυi},ω
TCάJ fnta
(βλ.
λήμματα
άβέλω
καΙ
τ{υός
-
λiσι).
Δβέλω
τούλο
·
mωπ6}
(βλ.
λέξεις
άβέλω
καΙ.
τούJ.σ.).
Δβtλω
τol}φες-
\::οlμδμαι
βαΟιά
(βλ.
λήμματα
άβέλω
καΙ
τoιJ.
φες).
ταυτόσημα:
κουελοσφαλάω.
μπισέJ.ω
κα!.
πισέλω.
4β
έλω
τρόμπα
'
κάνω
fνεση
μ
έ
ναρκωτικό
(βλ.
λήμματα:
άβέλω,
τρόμπα.
βoυiλω
χτύπες.
καΡφιάζομαι.
VΤαμιPόKJ.JJσμα.
τ
ζέκσα.
χτύπα).
Δβέλω
τσαρδοσr:ασίμπα
·
κάνω
fξωση
(β}.
σχετικά
λήμματα:
άβέλω.
τσαΡδοσπ.aσίμπα).
άβέλω
φαC7αμέvtα
·
φορ6}
μαΤΟΥι6λια
(βλ.
λtξεις
άβέλω
καΙ.
ιpaσαμέvτα)·
τό
ίδιο
σημαΙνει
τό
βουέλω
γλασό\'ια.
άβέλω
φιόγκο
·
συνουσιάζομαι
μt
κ(ναιδο
που
ένόμιζα
πως
ε{ναι
έπιβήτωρ
(βλ.
τά
ταυτόσημα
δα\'Tελιιiζω
φιόγκο
χαί
δlo.ω
φιόγκο.
καθως
καί τό
σχετικό
φιόγκοι;).
6βΟ
.
ω
φλόκια'
έκσπερματώνω
(βλ.
λήμματα:
άβέλω
φλόκι,
φλοκάΡω.
βουέλω
J.σ.χαvισ.ζοζοιίμι,
βουέλω
τΡεμόζουμο.
μπουλ.
κουμάΡω.
τζασdpω
φλόκια).
tιβtλω
φρομΔζ
'\'μηnοΟ
•
t&δι:ρφάρα
ΑΡέλω
φρομόζ
'YμηtτoO'
Ιιω
βρώμικο
πέος
τό
γαλλικό
fro-
mage
σημαΙνει
τυρί,
καί,
ώς
γνωστόν,
ό
λαός
άποκαλεΙ
τορΙ
τό
σμf'jγμα
τοί)
πέους
(6
ποίίτσος
μου
Επιασε
τυρί,
εΙναι
μιά
συ
νήθης
fκφραση)'
ταυτόσημο
1'6
βoUΈλω
γΟΡγότζες
(βλ
.
λf'jμμα).
όβέλω
χο6ς
'
κρύβω
(βλ.
άβέλω
καΙ
χo~)'
συνώννμο
τό
χoυaάpω.
ιiμραΚ"ιάζoμαι'
μαΙνομαι,
Ύίνομαι
Ιξω
φρεν/Ι)ψ
από
1'6
στε
ρητιΧ:ό
ιί+1<οινό
fipαxi
(λατινικά
brara)'
εΙναι
"f\'ωστη
η
σχε
τική
λαΤκή
Ικφραση
σχίζω
τα
ΡΟ'Ία
μου
άπ' το
κακό
μου,
καθώς
καΙ
ή
1tαροιμιώδης
ρήση
θύμωσε
ό
καλόγερο,
κι
Ισχι
σε
το
βΡαχ'
του·
6Υαθδκλα,
ή'
ψωροφαντασμένη'
μέ
ένδειόμενη
έπΙδραση
τ&ν
σχετικ(ί)ν
άΥαθά;,
άγdOω,
άΊQOOKλή,
και
άγaDολουλού
δη,
1'00
Ύ).(οοσικο\}
Ιδιώματος
τ(ί)ν
ρεμπέτηδων.
6Ύ
ι
οσαμμ
ι
άτικο,
τό'
καβούρι'
κατά
μίαν
έκδοχην
άπό
τό
Δντι
χαρκινικό
νοσοκομεΙο
"'ΛΥΙος
Σάββαι;
(συνειρμικη
παρετυμο
λο-Υ{α,
άφοΟ
Kαρx:ίνoς=ιcάβoυρας).
άΥλΟΡοΥκόμενα,
ή
'
ξενύχτης
χΙναιδος
πρoφαν6:lς
άπό
τό
στερηΤΙ1Cό
ά+ιcoινό
γλαpώVΩ+μάγκΙKO
γκόμενα
(βλ.
ΙCα\
λήμματα
άγλo.pόκεvτpo,
άγλο.Ροπουρά;,
άγλαΡότεκνο).
6ΎλαρόκεντΡο,
1'6'
ταβέρνα
που
διανυκτερεύει,
ξενυχτάδικο'
μ(iλλoν
άn:ό
τό
στερητικό
d+ΥλαΡώιιω+κivτΡο
τf'jς
ΚΟινf'jς
νεoελληνιιct'!ς
.
ΔΎλαροπουρός,
6·
γερο-ξεν6ιτης
ΣUνθετo
έπΙΟετο,
προφαν(ί)ς
6.πό
τό
στερητικό
d+yλαpώvω+lCovpoζ
(1'00
τρίτου
συνθετι
κοΟ
βλ.
σχετικό
λf'jμμα),
κατά
1'6
dγλο.Ρογκόμε~'(J
καΙ
dyλo
Ρότεκνο.
6.Ύλ.αρ6τεκνο,
τό'
νεαρός
ξενύχτης
προφαν(ί)ς
άπό
1'ό
στε
ρητικό
ά+κοινό
γλαpώvω+τεκ\'O
(βλ.
λf'jμμα),
κατά
1'6
ά
ΥλαΡογκόμενα
καΙ
dyλaponoopόt;.
d'ΤΡΙΟΎοU'(ούλφης,
6'
μπoυλντ6-yιc:'
ΣUνθετO
από
τό
κοινό
11-
γpιoς+yovγoύλφη~
(βλ
.
λf'jμμα).
Δδελφάτο,
1'6' 6
κόσμος
τ(ί)ν
ιανοίδωψ
από
τό
άδελφή,
(βλ.
λέξη)
.
Δδι:λφή,
ι'ι'
κlναιδος
δ.λλα
40
συνώννμα
Υιά.
τους
κάθε
λoyfΊς
ιdναιδoιx;
.
6.δελφο6λο,
ή
'
Υάτο'
έκ
τf'jς
6μοι6τητος:
1'00
οΙκιακο6
αύτ06
ζώου
μέ
τους
1CΙναιδους,
ώς
πρός
τόν
fvτovov
έΡωτισμόν
καΙ
τη
νωχέλεια,
τά
νάζια
καΙ
την
lιyάπη
Υιό
τά χάδια
.
ΔδεΡφάρα,
ή'
μεΎάλη
άδελφή,
ξα.κουστός
κlναιδος
(βλ.
ά
δep
φ
η')
-
τουλάχιστον
40
λέξεις
της
KoλIapvτf'jt;
χαρακτηρΙ
ζουν
τους
πάσης
φ()σεως
κ[ναιδοιχ;.
αόερφη
-
α
ooρ
ι
τιαcπ
η
ς
4δε
ή
.
ή
'
<Ιναιδος
παραλλαΥή
,ο.
d&λφή
(βλ
.
λημμα)
.
6:
δι:
ΡφοΚ
ράζαι'
νιαοuρiζω'
ιΊπό
τό
Mι:λφoύλα
+
ιcoινό
κράζω
(
=
φαινάζω
σαν
γάτα).
Δ
δι:ρ90
τ
ροφ
ή
,
tι·
πoντ{ιcι'
ά.φοΟ
τα
πoντίιcια
άποτελοΟν
έΙC
λεΙCτή
τρ ο
φή
γιά.
ιcάθε
Μ
ι:
λφο
ύ
λα
(=Υάτα)
.
Ά
δερφοχώ
ρι
,
τό
'
τό
Λον
δ ίνο
'
πρoφαν(bς
λόγω
τοΟ
φημολο
Ύοuμενοu
πλήθol>ς
t(i)v
ιcιναIδων
του'
συνώνυμο
τό
Τζιναβό
τoπ~
'
ανάλογο
τό
Μουτζότοπος
(βλ.
λή
μ μα
τα).
άδ,,,οκο
6
τι
,
τό'
φέρετρο'
ιΊπό
τό
Μικοκουτ
ι
άζομαι,
δίιως
νά
ιΊ
πodεiεται
tι
ιΊνήaτρoφη
παραΎωγή'
συνώνυμα
:
VΤOυβντέ
'α,
τζαστιpαχόΙCOιJtO.
ΤΙΡαχοτ'αστόκουτο
.
ΤOυpμxανό
KOIΠO
(βλ.
ΣXδΤΙΙCα
λήμ
μ
ατα)
.
•
άδιΙΙ:
O
ΙΙ:O
UΤ
ι
άζ
oμαι
'
πεθαΙνω'
ένδεxoμtνως.
γιατί
τόν
πεθαμt
νο
τ6ν
βάνουν
Μ/κα
aτό
κουτl
(εΙναι
-Υνωστή
tι
4ποψη
πως
ό
θάν α
τ~
εΙνα
ι
μεγάλη
Μ
ι
κ{α
ΙC.τ.λ.)'
συνώνυμα:
κοκκαλο
β
ι
β
ι
άζομα
ι .
μορτά,Ρω.
μπισι:λογυψ
ι
άζω
(βλ
.
λή
μ
ματα)
.
•
ciδρει;ιή
,
'ι'ι'
ιcίνα
ι
δoς
λαΤΙCίζOOOα
παραλλαγή
της
λέξεως
dδ.eλφή
>
Mepφή
(βλ
.
λf'\
μ
μα)'
4φθονα συνώνυμα
.
dδpt
ή
'
dδελφός
ii
dδελφή
(όπό
την
lννoιαν
,ο.
συΥΥε
ν
οΟς)'
ιΊπό
τό
λαΤιcό
άδΡεφή-
νννώνυ
μα
:
δ,φαχος.
κoυrζίνoς
(
βλ
.
λή μμ
ατα).
dεpo
y
ιι:
ί
στρω
,
tι
·
μα
γνήτης
Ύ
ια
τΙ
lι.γκ
ι
στpώνε
ι
στόν
dipα
(βλ.
λ
f'\μμα
d.tpαYKIutPώVΩ).
άεΡο
Τ
Κιστ
ρώ
ν
αι'
μα
γνητίζω' έπειδή
ό μ
αΥνήτης
lι.γκ
ι
στpώνιι
aτ όν
lι.ipo.
(βλ
.
κ
α
Ι
λf'\
μ
μα
d.tpα
Y
Kfutpω)
.
•
Aεpα
νtε
ρ
ίζ
ω
'
χέρδομ
α
ι
,
(ΙCαΙ
μεταφOΡΙKiί)ς)
d.διαφορill
(βλ.
λ
ημ
μα.
d.tpανtipω)·
πέρδο
μ α
ι
ση
μ
αίνουν
κ
αΙ
τα ρ
ή
μα
τ
α
:
lι.
β
έλ
ω
ρέ.λο.
dβέλω
ρέτα
,
βoυiλω
μπορμπούν
l
.
•
ΑεΡο
v
τέ
Ρω.
tι·
πορδ
ή
'
γι
α
τΙ
εΤναι
ΜΡαι;
tillv
lντέΡωV'
συνώ
νυ
μα
:
μπουμπούνι,
Ρέλο
(βλ
.
λtξεις).
Αερ6ι.:αΡο
.
τό'
dερo'lύ.άνo·
γιατί εΤναι
Kdpo
τοΟ
άipoς
.
άθλό
π
ατσtιι,
1'1
Υήπεδο
'
άπό
τα
κοινά
άθλο
+
πιάτσα
(μέ
Α
ν
ο
Ύρα
μματισμό).
f'ltot :
πιάτσα
tillv
ιι.θλητQ)v
.
άθοριτιά
ζω
'
διαπράττω
βλαΙC{αν,
i:νεργii)
παραιc
ι
νδυνευμέν
α
'
4
Ύνωστης
έΤU
μ
OλOγ{ας.
Δθορ
ιτ
ι
άζω
κάρ
τες'
χαρτοπαΙζω'
άπό
τό
άθοριτιάζω
(βλ.
λ
1'jμ
μα)
+
ΙCOι
ν
ό
κάρτα
(lταλιχά.
carta).
άθορ
ι
η
{ιζω
τ'
Xδ
ρcn.α
·
παΙζω
aτόν
Ιππόδρομο
'
dπό
τό
άθ~
ριτ
l
άζ
ω+
χ
ό
Ρσ
Ι
(βλ.
λήμματα)
.
ΙΙθoρ
ιτ
ια
VΉ,
1'1'
lαρτοπαιξία,
l.αΡτοπα{ΥνΙΟ
(βλ
.
τό
dOOPIt
w
ζω
κάρτε
,
)
.
ά Οορ
ιτ
ια
στ
ή
ς,
ό'
ιαρτοπαΙχτης
(βλ
.
τό
lι.Oopιτιανη')
.
14
όθ6ΡΙfΟΙ;
•
δλτρot;
lιθόριτoς,
έπ[θετο'
παράλογος
{ίγνωστης
έτυμολσΥΙας
(βλ.
καΙ
τό
άΟοριτιάζω)'
βεβαΙως
άKoUΓεται
ώς
ό,OώpηΤQς.
6.Ιστaνοταμπλέτες
,
οί-
λογάριθμοι,
π(ναΚΕς
λoyαρlθμαιψ
lιπό
τό
δνσμα
Eίωιείιι+ιcoινό
ταμπλέτα
(Υαλλικα.
tablette).
αΙσωποκους-κούς,
τό-
αίνιγμα,
(ινέιcδoτo'
άπό
το
δνομα
Α[
ιτωπος+κουσκούσι
(βλ.
λημμα).
αΤτνα,
ή'
σπυρί.
βοι>ζούνι,
καλόγερος
άπό
το ήφαίστειο
Α[τ
\'α.
άφα;:}
κάθε
ήφαίστειο
μοιάζει
μt
μεγάλο
σπι>ρί
της
Γης,
καί
χ:άθε
σπυρΙ
με
μικρό
"φα(στειο.
αΙτνοχορχόΡο,
ή'
ίλαρά,
όλλεργΙα'
Δπό
το
αίτνa+χορχόρα
(βλ.
σχετιιcα
λήμματα).
lιιr;:αYKOΙ>ρωτη,
ή'
lιμύριστη,
άνέΥΥιχτη,
(ιcαΙ
μεταφορικΟ>ς)
παρθένα-
lιπό
τό
στερητιιcό
ά+καγκουρη
(βλ.
σχετικά
λήμ
ματα).
-α"'ης
κατάληξη
άρσενικΦν
όνομάτων,
δανεισμένη
από
την
κοινή
νεοελληνική.
lικιόρης,
δ'
KOUφδς-
άπό
τ6
στερηπκό
ά+δκ/ο
(βλ.
λήμμα
τα)'
συνώνυμο
τ6
γκό~.
Δκουμπότσαρδος,
έπίθετο'
γεΙτονας
άπ6
τ6
κοινό
άχουμπώ
{λατινικά.
αccumbο)+τσαρδί
(βλ.
λf'jμμα).
ciλαμπpoτσάρω'
πιάνω
6:Υκαζέ,
μαγγώνω,
άρπάζω'
6:πό
τό
γνωστό
άλαμΠΡατσέτα
(Ιταλικά
α
bracceto).
6:λεΎΚΡορία,
ή'
κέφι,
εόθυμία'
άπό
τ6
άλiγκpoι;
(Ιταλικά
αΙ
legro).
Δλλαξοτοπιάζω'
μεταναστεύω'
6:πό
τό
άλλάζω+τόπος
τf'jς
KOινf'jς
νεοελληνικf'jς,
κατά
τό
πασΙγνωστο
άλλαξοπιστεύω
.
•
iιλλαξoxρoυXΡOι':ι,
ή'
χρ&μα'
τό
πρ&το
συνθετιιcό
ίσως
6:π6
τ6 κοινό άλλά{ω.
•
iιλληλOKOυλoσiXαμα,
τό'
6:μοιβαία
ταυτόχρονη
αΙδοιολει
χία'
άπό
τό
άλληλο+κaυλο+σίχαμα
τf'jς
1COtvf'jt;
νεoελληνιΙCΗς.
lίλμα.
ή'
ψυχή'
6:πό
τό
ταυτόσημο
lταλΙ1Cό
αΙπια'
συνώνυμο
τ6
άνεμοβίβα
(βλ.
λf'jμμα).
lIλμoμπαριασμtνoς,
έπίθετο'
ψυχοπαθής
lIπό
τ6
άλμα+
μπαριaσμένος
(βλ.
σχετικά λήμματα).
iιλμoμπισελιάζω'
ύπνωτίζω,
(έπί
λtξει)
1CοιμΙζω
την
ΨUXή'
άπό
τ6
ιiλμa+μπισέλω
(βλ.
λήμματα).
lIλμομπισελο6,
ή'
μέντιουμ'
6:π6
τ6
ρfjμα
άλμομπισελιάζω
(βλ
.
λf'jμμα,
1CQeOOς
"Καί
τό
συνώνυμο
άνεμοσελογκουγκού).
6:λμο",τοτόρης,
δ'
ΨUXίαΤΡOς άπό
τό
αλμα+ντοτόρηι;
(βλ.
λήμματα).
lίλτpoι;,
ΔντωνυμΙα"
dλλoς
άπό
τ6
[ταλΙ1Cό
αΙιτο
(=ω.Λ.ος)'
συνώνυμο
τ6
6τρος
(βλ.
λf'jμμα).
4μ'τιόpη~
-
4νι:μotζασάικo
6μφάρη
ς,
ά
νταινν
μΙα
'
Ι
διος
ένδειομένως
άπο
το
κοινο
11-
μιγής.
6μφάριιι:α
,
έπΙρρη
μα
'
αύτΟΠJX>σώπως'
απο
τό
άμιΥιάρη<;
(βλ·
λ~μμα)
.
6μιτσιόζα
,
ή'
φιλ.ία,
γνωριμΙα'
6πο
το
άμιτσιόζα;
(βλ
.
λf1μμα).
6μιτσι
όζ
α
λέφα
,
ή'
φιλικη
έmστολη
(βλ.
άμιτσιόζα;
καΙ.
λiτpα).
6μιτσι
όζος.
έπΙθετο'
φΙλος,
φιλικ6ς
από
τα
Ιταλικα
αmico,
amicizia
(=φlλος,
φιλΙα).
ΆμΙΤιJOΠOυΡOύ
,
η.
6
λόφος
1:00
Φιλ
οπάπποl.)·
από
1:0
άμιτσιό
ζος-+πουΡος
(βλ.
λήμμα1:α).
6:μοΡόζα
λέτρα,
ή'
έρωτική
έπιστολη
(βλ.
ΙΙμορόζος
καί
λf:rpα).
6μορόζος
,
6·
έραστής
(ιπο
το
Ιταλικο
έπΙθετο
amorozo ( =
έρωτικός,
περιπαθής).
6μπ
ιλο μπομπΙτσε
ς,
οΙ,
ντολμαδάκια'
άπαντΙΙται,
συνήθως,
στον
πληθυντικό'
dJfb
1:ό
άμπέ).ι
+μ
πομπίτσα
(ίιποκοριστικο
1:00
μπόμπα)
τ~ς
Koιν~ς
νεO&λληνιιct'jς
τα ντολμαδάκια,
ώς
Υνωστόν,
εΙναι
τυλιγμtνα
μι
άμπελόψυλλα'
άνάλογο
1:0
καρ
νόμπομπα'
συνώΝUμo
τό
σβουροσπυΡόμολο.
6μπ
ε
νάl\ωτoς,
έπΙθετο'
βουβός
(ακριβέστερον:
αύτός
πού
δέν
6
μιλεΙ)'
από
1:ό
στερητικό
ά
+
μπεVΆΒΩ
(βλ.
λήμματα)
.
6:ναιμ\6ρης
,
έπΙθετο'
ζαλισμtνoς
μδ.λλον
άπό
το κοινό
άΙ'αιμικός.
6:ναμνημάρι
,
1:ό'
ένθύμιονο
άπό
τό
κοινό
ΙΙναμlηστικό.
ιίνέμη
,
ή'
λικνιστ
ός
κ[ναιδος'
άπό
την
Υνωστη
ΙΙι'έμη,
πού
μt
τήν
κίνηση
τοΟ
Ροδανιοί1
στριφo-yuρίζt:ι,
μαζΙ
μ
Ι
τό
νημα'
6:νάλογο
καί
ταιrr6σημo
τό
άνεμόμυλο<;
καί
1:0
τζα,καpaμπα
'06,
ώστόσο
δ.λλες
40
λέξεις
τ~ς
καλιαρντης
χαρακτηρίζουν
τούς
πάσης
φύσεως
θηλυπρεπεΙς.
•
6:νεμοβίβα,
ή'
ψυχ,ή'
από
τό
κοινό
άι'εμος
+
βίβα
(βλ.
λημμα),
άφοΟ ή
ψυχη
εΙναι
ή
πνοη
τf'jς
ζωί'jς
συνώΝUμO
τό
άλμα.
•
6:νεμοβιβάρης
,
6·
ΨUX[ατpoς
άπό
τό
άιψοβίβα
(βλ
.
J.fjppa).
6:νεμομαντοσβουρού,
ή'
ά.νεμόμυλος
ά.πό
τό κοινό
άνεμο;
+
μαvτo
(βλ.
λ~μμα)
+
xoινό
σβούρα.
6:ν
ε
μ6μυλ
ος,
6·
πολύ
λιχνιστός
κίναιδος
γιατ!
κουνιέται
σάν
άνεμόμυλο<;'
ά.νάλογο
και
ταυτόσημο
τό
άΙ'έμη
καΙ
τό
τζαζ
κapαμπα'oύ,
δμως
ciλλες
40
λtξεις
tf1;
χαλιαρντης
l αρακτη·
ρΙζουν
τούς
κάΟε
λOγί'jς
6μοφυλόφιλους.
•
6:νεμoσελOγKOUΤKOύ,
ι'ι'
μtντιoυμ'
άπό
τό
κοινό
άΙ'εμο<;
+
πισέλω+γκου
γ
κοίι
(βλ
.
λημματα)'
συνώνυμο
τό
άλμομπ
ισ
ελού.
Α\
'ε
μοτζασ6ρω
'
θυσιάζω
(άκριβέστcρον
:
διώχνω
στούς
{ινέ·
μο
υς)'
από
τό
κοινό
δνεμος
+τ'α
σάρω
(βλ.
λf1μμα).
4,νεμotζάΟ'1μο.
τό'
θuσf.α.
δουλιά
στόν
βρόντο.
ματαιoπoVΙα
(βλ,
ιcα!
τό
άνιμoτζaσάpω),
6νιμάλι.
τό'
ζΙΟΟνο
6πό
τό
Ιταλικό
animale
(γαλλικά
καΙ
Αγ
γλικά
animal).
ΔVΙflαλδVΙOVΙες.
οΙ
μυαλά
(φαγητό)'
άπό
τό
άνlμάλJ+νlOνιό
(βλ.
λήμματα)'
άπαvτdται
στόν
πληθυντιιcό.
άνιμαλόmανo.
τό'
δέρμα,
προβιά,
τομάρι'
ι1πό
τό
άνιμάλl+
aKfvl
(βλ
.
λήμματα).
'ΑνιματοοΟρνος,
ό
Χάρος
lι.πό
τό
Ιταλικό
anima
(=ψuχή)
+τσουρνό
(βλ. λfjμμα)'
συνώννμο
τό
Mαυpovταβάς.
άνο[γω
βιβλίο
ι:n.>"fXαρητη,ίων·
κουτσομ.πολεόω·
ή
έτυμοΑ.ο
-Υ(α
περιττή'
συνώννμα
:
άβiλω
κουσούμια
,
καζεiνιάζω,
KOI>-
σουμιάζω,
μπεvdβω
άνθιιγιεlVΆ
(βλ.
λήμματα).
ΙΙνταμαρίο.
ΊΊ
μα-Υκια
(βλ.
τό
άvτάμης).
ΙΙντ{ιμης,
6·
μάγκας
άπό
τό
ρεμπέτικο
άντάμης
(βαρί>ς,
σtp
τικος
ιίντρα.ς).
άvτέρ,
τό
'
σπλάχνα,
σωθικά,
τζιγέρια'
ι1πό
τό κοινό
ιiντι
ρο
<
ΙντεΡο·
ΔvτερoσβoυΡ06.
ή'
κοκορέτσι'
Δπό
τό
δντεΡο+σβούΡα
τfΊς
ιc:oινf'\ς
νεoελληνιιcfjς.
άφο6
τό
κοκορέτσι.
δέν
εΤναι
παρά
ιiντεpα.
που
γιά
νά
ψηθοσνε
τά
γυρΙζουν
σάν
σβούΡα'
fi.
πού
Ύtά
νά τά
τuλΙξoυν
στην
σούβλα
την
γυρίζουν
σαν
σβούΡα·
•
άντίιc:oτη
προ6φα,
ή'
έπιστολη
έξωτεpιιc:o\}'
κατά
τό
VΤIKOτή
ΠΡούφα'
συνώνιιμο
τό
lΙχατη
λέτρα
(βλ.
σχετιιc:α
λήμματα).
•
ΔVΤίKOΤO.
τό'
έξωΤεΡικό.
όλλοδαπή'
άπό
τό
έΠΙδετο
ιiντίκOo
τος
(βλ
.
λημμα)
'
συνώννμο
τό
λουαχατόζο
.
•
'ντίκοτος,
έπΙθετο'
μακρινός
(ιiKpιβέστερoν:
άόρατος)'
άπό
τό
στερητικό
ιi+ντΙKOΤός
(βλ
.
λήμματα)'
συνώννμο
τό
4χατος.
ΔντΙκρω,
ή'
δέκτης
τηλεοράσεως
πού
γιά
να
παρακολουθή
σεις
την
έκ:πομπή
του
κάθεσαι
(fi
τόν
τoπoθετεtς)
ιiντίKpυ'
σuνών
u
μο
τό
κρυσταλλοσινου
(βλ.
λέξη).
αvτoυλoς,
έπΙθετο'
άδέ:καρος.
6φρα:Υκος
άπό
τό
στερητικό
ά+vτoυ).ό
(βλ
.
λήμματα
ντου).δ
καί
τουλά)
.
(ιντρέρα,
ή'
εΤσοδος-
άπό
τό
γαλλl1(ό
entree
(
=
εΤσοδος).
απογκρος,
έπlθετο'
6τριχος,
φαλακρός
ι1πό
τό
στερητικό
Δ
+
πα
,
κρό
(βλ
.
λ~μμα).
•
δπιαστος
,
έπίθετο'
άποιφοOO't\κός
lι.πό
τό
κοινό
lIπlαστDς.
Ύιατί
τόν
lι.ΠΟΚΡοUστι1Cό
ιcανεΙς
δέν
θέλει
νά τόν
πιάσει'
συνώ
νυμα
:
αχαλος,
βοϋρλο,
λο
ιμόρος
(βλ
.
λtξεις)
.
άιτίσελτος
,
έπΙθετο'
δγρυπvoς'
(ιιτό
τό
ρημα
πισέλω
fι
μπισέ
λω
(βλ
.
λήμματα),
προτασσομένοΙ)
το\}
στερητιιco\}
ά
.
Δποκατέ,
άντωννμlα'
αυτοι.
α
ίι
τές.
αίιτι):
lι.πό
την
πρόθεση
6Iιo"ott
-
6ατιz"ωμlνo
dob+Ka,Iζ
(βλ.
λ~μμa).
6,lι:οκατέ,
έπΙρρημα<
άπό
έκεΙ, 6ποδιΙ>, έκεΤ,
έδιΙ><
6πό
την
1ΙΙ:ρόθεση
άπο+κατΙ:
(βλ.
λl'lμμα).
•
6,
πολ
ι
άζω'
ΙCΛΕ(νω'
6πό
την
πρόθεση
dtto +
κοινό
ήλιά
ζω>λιάζω'
σΊ,)νώνυμα.:
dβέλω
κλόζ,
βιΡτζινιάζω
(βλ.
λήμ
μ
ατα).
•
6,
π ο
λ
ι
άζω
α
τά
μ
π6'
κλεΙνω
έρμητικά'
6πό
τό
άπολιάζω+
Υαλ),.ικό
bon.
•
6,
πολι
α
σμένος,
μετοχή'
φυλακισμένος άπό
τό
dπο).ιάζω
(βλ.
'-l'Ιμμα)-
συνώνυ μ
ο τό
χoυμσιασμiνoι;.
6ιtO/(
ράν
ς,
τό'
ναρκωτικό'
dιc}.ιτο·
(σως
6.πό
την
πρόθεση
dπό+πPά",
(βλ.
λ~μμα).
δ
ράΣ
ικη
τ ζ ιν
αβoaiινη, ή'
dλyεβρα
(έπί
λέξει:
άράπικη
έ
ξυπ\'άδα)'
ή
έτυμολο-Υ{α
περιττεύε
ι
.
δρ
λε
κ
ί
νι
,
τό'
μπιχλιμπΙδι,
κρεματζούλι
,
δια.κοσμηΤΙ1C6
έξάρ
τημα'
dttb
τό
Ιταλικό
arlecchino.
δρτ
ίατ,
δκλιτο δΙΥενές
καλλιτέχνης,
πανέξυπνος
άπό
τό
άπλικό
αrΙΊSΙ
fι
τό
Υαλλlκό
artΊSte
(=1Cαλlιτέχνης)
.
ΔρτΙα
τ
α
,
ή'
καλλιτέχνις
,
fξυπνη,
fμπειρη'
άπό
τ6
γνωστό
άρτίστα
( {
ταλικά
artΊSta).
6ρΤΙσ
τ
α
το
l)
βωΡΟ
Ο,
,1,1'
παλαιός
κα.ί
fpnEIρoς
κΙναιδος
λέΥε
τ
α
ι
εΙρωVΙK/I)ς
πως
όλοκληρωμένος
ό
χαρακτηρισμός
θα
ΙΙταν
:
d.pτίστα
τίf,
έπ.oΧίf,
του
βωβοσ
κlνηματο'!Ράφου
(βλ.
καΙ
λl'lμ
μ
α.
άρτίστ)'
στην
καλιαρντή
6πάρχουν
ά1Cόμη
40
λέξειι;
που χαρ
ακ
τηρίζουν
τους
διάφορους
κ
ί
ναιδοιχ;.
6m.
y
o
Uριo,
ή'
ΥνωριμΙα'
6.πό
τ6
στερητικό
ιt+Koινό
σ
ι
γου
ρ
ι
ά,
ΥΙα.τΙ
οΙ
νέει;
γνωριμίες
δέν
παρέχουν,
ε6θυς
έξαΡΧl'lς
,
ά
σφάλε
ι
α
καΙ
βεβαιότητα.
d:.Cf0
6ξ
η
ς,
ό·
λ&βέντης
πιθανώτατα
6.πό
τό
μ6Ύ1C1KO
άσίκης
(τοuρlC1.Κιl
t4,k=έραστης).
6σο
6ξω,
ή'
λεβέντισσα
(βλ
.
λl1μμα
άσούξης)
.
6.σπρo
KαΎJ(
έλ
α
,
ή'
πλαΤΙνα'
ούσιαστικ&ς
πρόκειτα
ι
Υιά
πα
ράφραση
t1'jr;
λtξεως
~υκόχpIX1OΙ;,
6.φοΟ
ή
λtξη
μας
ε{να
ι
σόνθετη
6.π6
τό
κοινό
d'σπΡος+καγκiλα
(βλ.
lf'jppa).
Άσ
πρόκroλ
η
,
ή'
ή
'Aιcρόπoλη'
λέξη
παρωδ[α
(μέ
{σον
ιlριθμ6
σΊ,)λλαβ/1)ν,
όλόιδια
φωνήεντα
ιcαί
δμοια
"ατάληξη),
ποό,
σΊ,)νάμα,
δίνει
τό
ύπόλ.ευκο
χριΙ>μα
τ/1)ν
κιόνωψ
σΊ,)νώνυμο
τό
Τουριστόφακα
(βλ.
λημμα).
Δσ
τ
α
Σω
μ
έ ν
ο,
τό'
θωρακισμένο
δχημα'
πρoφαν(i)ς
6.πό
τό
drnαx~
(όπλισμέν",
σάν
άσταχός,
συνηθΙζουμε
νά.
λtμε)'
σχεδόν
ταυτόσημα
τό
καγκελιJκαpo καΙ
τ6
γκPόσO-Kαγκε~
κapo
(βλ
.
λtξε
ι
ς).
"
MτενtOίιltOυρoι;
-
dφρ<ryouyoυ).φιά
•
Δστεvτούποuρος,
ό'
διευθυντής
Τσως
γιατΙ
θέλει
δλα
νά
Ύi
νονται
στό
άστε
vτoύa'
άπό
τ6
άρβανΙΤΙΙ<Ό
αστε
vτoύα+nov
ρος
(βλ.
λτ,μμα)'
τ6
άστε
vτoύα
σημαΙνει
ετσι
θέλω.
Δστεφανότεκνο,
τ6-
νόθος
άπό
τ6
στερητικό
ά+στι:φάνι
τfjς
Koι~ς
νεΟελληνικf!ς
ώς γνωστόν
ή
λέξη
στεφάνι
ε{ναl,
σχεδόν,
συνώνυμη
μέ
τήν
λέξη
γάμος
Τό
τρίτο
στεφάνι
τι
τλοφορείται
fva
μυθιστόρημα
τού
Κώστα
ΤαlΤσi'i.
όπου
πε
ριγράφεται
κάποιος
τρΙτος
γάμος.
άστΡαπόπετρα,
ή'
μΠρΙ'(1άντι'
γιατί
εΤναι
μιά
πέτρα
πού
βγά
νεl
άστpaπές.
άτζινάβωτος,
έπιθετο'
άπoνήρεuτoς
άπό
τ6
στερητικό
4+
"'",Ρω
(βλ
.
λημμα).
Δτζινάβωτο
φέγι,
τ6'
τ6
dΥνωστο
φύλο,
δηλαδη
τ6
λεγόμενο
τρίτο
φύλο
(βλ.
λήμματα
d,rCtvάPωror;+rέyt).
Δτζινάρης,
6·
MlOoςo
ά:πό
τ6
στερητικό
ά+τζB'dβω
(βλ.
λήμ
ματα).
6.τζινάΡω,
ή'
άθώα.
(βλ.
τ6
άτζ,VΆpης).
•
6,τζινάτος,
έπΙθετο'
άφελής,
άπονήρευτος
κατά
τό
dtCIvdpη,
(βλ
.
λήμματα
άτζη-άβωτος,
άτζη-άρης,
τζινάβω,
τζη·σ.βαιτός).
•
ιiτμOKάζανO,
τό'
σιδηρόδρομος
άπό
τό
άτμός+καζάνι(τουρ·
IC1Kd
kαΖαn=λtβητας)
tfjς
KOινf'jς
νεoελληνι"ιCf1ς'
ταυτόσημα.:
καγκελοφούς·φοά;,
σιδερόκαΡο,
σιδεΡομόλ,
σιδερομόλ
τού
Λούη,
φαqτoσιδερόκαρo,
φούς"'Ψούς
(βλ.
λήμματα).
•
6,τμοκαιιλοίι,
ή'
χαμάμ'
έπειδή,
ώς
γνωστόν,
οι
κΙναιδοι
συχνάζουν
στά
τουρκικά
λουτρά
(βλ.
και'
κλιναρότσαΡδο).
•
άτσάρδαι,
ή'
έξοχη
(άκριβέστεΡον:
τόπος
δΙχως
σπίτια)'
dnQ
τό
στερηηκό
ά+τσαρδi
(βλ
.
λήμματα)'
συνώνυμα:
καμ·
πάνια,
καμπάνια
.
•
ιiφακος,
δ'
άδελφός
ένδεχομένως
άπό
τό
στερητικό
ά
+άΎ·
'Υλικό
(urk,
άφοσ
δ
κΙναιδος
άδυνατεΙ
νά
συνάψει
έρωτικές
σχέσεις
μέ τόν
άδελφό
του'
συνώνυμο
τό
άδρέφω
καΙ
το
κουτζίνος
(βλ.
λήμματα).
άφά,ιπρικος
,
έπίθετο'
δ άνευ
έπαΥΥέλματος'
άπό
τό
στερητι
κό
ά+κοινό
φάμπρικα
(ιταλικά
(αbbrica
(=έΡΎοστάσιο)]
'
ό
έπαπελματ{ας
λέΎεται
φaμΠΡΙKατζής
(βλ.
λi1μμα).
ιiφαντος,
6'
θεός
προφαν6Ίς
Ύιατι.
δέν
φαίνεται'
συνώνυμο
τό
)'KόVΤη
ς
(βλ
.
λέξη).
ιiφρίζαι'
ζηλεύω
φοβερά,
ταράζομαι
άπό
μοχθηρία,
φθον(ί)·
δ.φρισε
άπ' τό
κακό
του,
λέει
δ
λαός
.
lupρι"ανοκούλι,
τό'
κακάο'
Δπό
τό
κοινό
'Αφρικη
+
κουλι'<
κουλό
(βλ.
λημμα).
άφρo-roυγoιιλφιά.
ή'
λύσσα'
άπό
τό
κοινό
άιΡΡός
+
)'ουγούλ·