ΗΛΙΑΣΒΕΝΕΖΗΣ
ΤηςΑκαδημίαςΑθηνών
ΑΙΟΛΙΚΗΓΗ
Μυθιστόρημα
ΤΡΙΑΚΟΣΤΗΕΚΤΗΕΚΔΟΣΗ
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝΤΗΣ"ΕΣΤΙΑΣ"Ι.Δ.ΚΟΛΛΑΡΟΥ&ΣΙΑΣΑ.Ε.
ΠΡΟΛΟΓΟΣΤΟΥΑΓΓΕΛΟΥΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ
ΣΤΗΔΕΥΤΕΡΗΕΚΔΟΣΗΤΗΣ«ΑΙΟΛΙΚΗΣΓΗΣ»
Ο άνθρωπος που γράφει αυτόν τον πρόλογο είναι ενταγμένος απ'τημοίρατουσεμια
πνευματική σκοπιάπουπιοπολύθα οφείλαμε να τήνεπούμε
Δ
Δ
ω
ω
ρ
ρ
ι
ι
κ
κ
ή
ή,αν μια στιγμήτη
βλέπαμεσαχωρισμένηαπόμιανάλλη,τηνΙωνικήπνευματικήσκοπιά,πουησύνθεσήτης
μετηνπρώτηέδωσεαπόπανάρχαιαχρόνιατηνπληρότηταολόκληρουτου
ι
ι
σ
σ
τ
τ
ο
ο
ρ
ρ
ι
ι
κ
κ
ά
ά
ε
ε
κ
κ
δ
δ
η
η
λ
λ
ω
ω
μ
μ
έ
έ
ν
ν
ο
ο
υ
υΕλληνικού πολιτισμού μας.Ξέρειαυτόςοάνθρωπος,απόπαιδί,μεςστο
αίμα του, κι αργότερα έχοντάς το απόλυτα συνειδητοποιήσει,πωςέναςβασικός
πνευματικός τόνος, τόνος ολοκάθαρα ανδρικός, έπρεπε να παντρευτεί μια μέρα την πιο
αγνή
Ψ
Ψ
υ
υ
χ
χ
ή
ήτουαρχαίουκόσμου, ο
Δ
Δ
ω
ω
ρ
ρ
ι
ι
σ
σ
μ
μ
ό
ό
ς
ς
ναπαντρευτείτην
Ι
Ι
ω
ω
ν
ν
ί
ί
α
α,γιαναγεννηθεί
τοθαύμαεκείνοτηςζωής,τηςσκέψηςκαιτηςτέχνηςπου,ήτ'αναγνωρίζουμεείτεόχι,στη
βαθειάν ουσία του πάντοτε μας αγκαλιάζει,μαςφωτίζει,μαςακολουθεί.Αλλά,γι'αυτόν
ακριβώς το λόγο,ξέρειακόματικαθένααπόταδυοαυτάστοιχείαάξιζεκαιπρόσφερε
ξεχωριστά στον κόσμο, πριν να παντρευτούνε για να πλάσουν τη μεγάλη σύνθεση που
προείπα:Απ' τημιαμεριάτα
φ
φ
ω
ω
τ
τ
ε
ε
ι
ι
ν
ν
ά
ά
,
,
κ
κ
α
α
θ
θ
ο
ο
λ
λ
ι
ι
κ
κ
ά
ά
,
,
ν
ν
ο
ο
η
η
σ
σ
ι
ι
α
α
ρ
ρ
χ
χ
ι
ι
κ
κ
ά
ά
κ
κ
α
α
ι
ι
η
η
θ
θ
ο
ο
π
π
λ
λ
α
α
σ
σ
τ
τ
ι
ι
κ
κ
ά
ά
α
α
ξ
ξ
ι
ι
ώ
ώ
μ
μ
α
α
τ
τ
α
ατ
ουΔωρισμού,που'χαν τη δύναμη και την αποστολή του ισχυρού
σπερματοζωάριουστηδημιουργίατουκοινάκαιωςσύνολογνωστούιστορικούΕλληνικού
πολιτισμού. Κι από την άλλη,τηνπροΰπαρξηενόςπολιτισμού, προελληνικού θα
μπορούσαμε να πούμε,άνθηση της ίδιας Ιωνικής Ψυχής προτού ακόμα παντρευτείμετο
μεγάλο «
Ά
Ά
ρ
ρ
ρ
ρ
ε
ε
ν
ν
α
α
Λ
Λ
ό
ό
γ
γ
ο
ο
ν
ν»,ό
πουηαπλότητασυγχρόνωςκαιηστοχαστικότητα
συνδυάζονταν σε μια ηρεμότατην απόχρωση πηγαίου ιδανισμού, μες στον οποίον
αντανακλούσεσεμιααπέραντηγλυκύτηταολόκληρηηφυσιολογίατηςΓης,ηθάλασσα,οι
κάμποι,ταβουνά,ταζώα,οιάνθρωποι, αγκαλιασμένα όλα από μιαν όμοια, καθαυτό
π
π
α
α
ρ
ρ
θ
θ
ε
ε
ν
ν
ο
ο
μ
μ
η
η
τ
τ
ρ
ρ
ι
ι
κ
κ
ή
ήαγκαλιά.Κ'ηπροΰπαρξηετούτουτουπολιτισμούήτανκάποτεγια
μένα (γιατί τάχα να το κρύβω;)οχώροςμιαςΕδεμικήςμουνοσταλγίας,κάτισανη
αποκάλυψηαπ'τηνίδια
κ
κ
ο
ο
σ
σ
μ
μ
ι
ι
κ
κ
ή
ή
υ
υ
π
π
ο
ο
σ
σ
υ
υ
ν
ν
ε
ε
ί
ί
δ
δ
η
η
τ
τ
ή
ή
μ
μ
ο
ο
υ
υ
μ
μ
ν
ν
ή
ή
μ
μ
η
ημ
ιαςζωήςγεμάτηςαπό
τηθερμοκρασίατηςστοργήςκάποιαςγλυκειάςπροϊστορικήςπρομάμμης,κάποιας
άγρυπνηςπροαιώνιαςΜάνας,κάποιαςτρυφερήςΠαρθέναςαδερφής.Όχιπωςτάχατοαγνό
αρσενικόστοιχείοέλειπεαπότούτοτονπολιτισμό.Αλλάγιατίήτανπερισσότερο
διαποτισμένο απ'τηνανάσαμιαςπλατειάςμητριαρχικήςθηλύτητας,πουπεριλάβαινεν
ακόμα και το ίδιο αυτό αγνό αρσενικό στοιχείο μες στο θάλπος καιτοβάθοςκάποιας
μήτρας καθαυτό πανθεϊστικής και κοσμικής.Έτσιπου, καθώς ξανάπα, η ψυχή μου μ'
έσπρωχνεσυχνά,νοσταλγικά,ναξαναζήσωεκείνητηνατμόσφαιρα,χωρίςναξέρωολότελα
στο μεταξύ αν κάποτε θα μου δινόταν η ευκαιρία να την αισθανθώ τριγύρα μου
ξαναζωντανεμένη,σαμιασάρκααπότησάρκαμουκιωςπνεύμααπότοπνεύμαμου,από
κάποια συγκυρία,απόμιατύχη,απόένααπρόοπτοκύμα
π
π
α
α
λ
λ
ι
ι
γ
γ
γ
γ
ε
ε
ν
ν
ε
ε
σ
σ
ί
ί
α
α
ς
ς,ζ
ωντανά,
ουσιαστικά,πραγματικά.
***
Καινα,προχτές,πουανοίγωξάφνουτην«
Α
Α
ι
ι
ο
ο
λ
λ
ι
ι
κ
κ
ή
ή
Γ
Γ
η
η»τουΒενέζη.
Μια γλυκειά γαλήνια ζέστη χύνεται άξαφνα απ'ταφύλλατου, όχι πια φύλλαβιβλίου μα
φύλλαδέντρου,δέντρουνεώτατουκαιδέντρουπροαιώνιου,πουμετυλίγειμετοσάλεμά
του,πουθροείολοένασιγανόταταστ'αυτιάμου,πουεπικοινωνείμετοαίμαμου,τονου
μου,τηνκαρδιάμου,καιμετησειράτουμεβοηθάεινακοινωνώξανάσεκάποιανέαμου
πλατειάεπικοινωνίαμετονκόσμοόλο:μετηθάλασσα,μεταβουνά,μεταχωράφια,μετα
ζώα,μετιςψυχές.Έναςβαθύς,έναςγαλήνιοςαυτοματισμόςπροωθείτοδιάβασμάμου—
αυτή η ίδια α‐προσπάθεια με την οποία κυλάει η λύμφη στο φυτό,ήδημιουργείταιη
συμπαθητική ανταπόκριση ανάμεσα απ'τιςρίζεςενόςδέντρουκιαπόκάποιεςμακρινές
πηγές,ανάμεσαμιαςπεταλούδαςκ'ενόςκάμπουλουλουδιών—καιμουχαρίζει
απροσδόκηταέναντρόποκ'έναμέσομιαςγλυκύτερηςκαιπιοήρεμηςσυνολικής,καιτου
κορμιούκαιτηςψυχήςμου,αναπνοής.ΕίναιηγλυκειάΙωνικήατμόσφαιρα,είναιηκρυφή,
χαμένηθαλπωρήτηςμυστικήςτουκόσμουσάρκαςπουαπροσδόκηταξανάρχεταικαιπάλι
σ'επαφήμητριαρχικήμαζίμου,είναιηαγνήΙωνικήπνοήτουξεχασμένουκαι
νοσταλγημένουαπόμετονίδιο,όπωςεξήγησαπρωτύτερα,πολιτισμού.Εδώδενκυριαρχεί
έναςτόνος,σερνικόςήθηλυκός,εδώηχούναράδαόλεςοιφωνέςτονκόσμου,όπωςησειρά
απ'τακουδούνιατουκαμηλιέρη,του«τσιτμή»της«
Α
Α
ι
ι
ο
ο
λ
λ
ι
ι
κ
κ
ή
ή
ς
ς
Γ
Γ
η
η
ς
ς».
«Τίποταδενμπορεί(γράφειοΒενέζης)ναταράξειτηναυστηρήπειθαρχίααυτώντωνήχων.
Επιβεβαιώνουντηνκαλήτάξη,τησυμφωνίατονκόσμου.Τουςακούειναπορεύονταιπίσω
τουοτσιτμής,καιείναιήσυχοςπωςόλαπάνεκαλάστηγη.Μπορείνατύχειμιαστιγμή—
μια ελάχιστη στιγμή —ναλείψειέναςήχος.
Η αρμονία πάσχει μονομιάς κι ο τσιτμής
καταλαβαίνειπωςκάτιχάλασεστηντάξητουκόσμου.Τότεμονάχαπαίρνειτοπρόσωπό
του ανήσυχη έκφραση και γυρίζει πίσω του να δει. Σταματά, κατεβαίνει απ' το γαϊδούρι
του, πάει και ξαναδένειστο καραβάνιτηνκαμήλαπουέκοψετοσκοινί.Καιησυμφωνία
ξαναρχίζει».
ΚιοΒενέζηςτοίδιο,σανετούτοτονκαλότσιτμή,ενεργείμέσασ'αυτότουτοβιβλίο.Δεν
ακουμπά ιδιαίτερα σε κάποιον απομονωμένο τόνο,δεζητάειτηνεπικράτησήτου,δεν
υπογραμμίζει περισσότερο ετούτη τηνπλευράπουπροέρχεταιστοέργο του απ'την
Ιστορία,τηνκαθαυτόκαιτόσοπρόσφατηΙστορία,απ'τηνάλληπουπροέρχεταιαπόμόνη
τηναισθαντικότητάτου.Όπωςεκείνοςοτσιτμής,κάνεικαιτούτοςκάτιπάνσοφο.Γυρεύειν'
αποδώσει σ'όλα,είτεπρόσωπαείτεπράγματαείτεγεγονότα,πουκινούνταιμέσαστο
βιβλίοτου—καιγιατούτοκαιμεςστηνψυχήτονίδιοντοναναγνώστη—τιςχαμένεςτους
παλιές δυνάμεις, τις κρυφές τους συμπαθητικές ιδιότητες, πλησιάζοντάς τα με τη Φύση,
ολοκληρώνοντάςταμεςστησυμφωνίατηςκαθολικήςζωής,αναπλάθονταςτηνπαλιάιερή
κι αναγκαία συμμαχία μεταξύ «πλάσματος» —ζώου,φυτούήανθρώπου—καιτηςόλης
Δημιουργίας.
ΓιαναπραγματοποιήσειαυτότοθαύμαοΒενέζηςδενέχειάλλοτίποτανακάμειπαράνα
κατέβει—όχιβίαια,μήτεβιαστικά, αλλάρυθμικά,
στρωτά,γ
αλήνια—στονπρώτοτου,το
θεμελιώδηαισθαντικόεαυτό.
Θαυπογραμμίσουμεωςεαυτότουθεμελιώδητονεανικόεαυτότου;Ασφαλώςόχι,ανμ'
αυτό εννοούμε μόνο μια χρονολογία.Ασφαλώςναι, αν εννοούμε έναν όρο ουσιαστικό,
πνευματικό,αυτόνπουεξασφαλίζειστηδημιουργικήνυπόστασητουΑνθρώπουτην
αλήθεια,τηναυθεντικότητα,τηναπόκάθελογοκρατικήεπίδρασηαπαλλαγμένηζωντανήκι
αισθαντικήτουψυχικήπεριοχή.Τηνπεριοχήαπότηνοποίανανατέλλειμετηνίδιαδύναμη
και αγνότητα η σκέψη, το όνειρο, το προαίσθημα,ηβαθειάβιολογικήπειθώ,ηλεπτή
διαίσθηση,οκρυφόςτηςσύνθεσηςρυθμός,όλαμαζίσεκάποιασυμπαθητικήσυσχέτισηκαι
κάποιο γενικόν οργανικό συγκραδασμό, καθώς αυτόν οπού μας έδωσε σε παλαιότατους
καιρούς την Ιωνική φιλοσοφία και —αςμηνξαφνίσειηαπότόσηχρονικήαπόσταση
πλαισιωμένη σύγκριση — στις τελευταίες αυτές ημέρες το βιβλίο του Βενέζη.Γιατί
αναμφίβολα, όπως σ' εκείνους τους τρανούς καθολικούς πνευματικούς της Ιωνίας
προπάτορες,πουαγγίζονταςτη
Φ
Φ
ύ
ύ
σ
σ
η
η,βυθισμένοιμέσατηςκαιξεκινώνταςαπ'τηνίδια
αποκαλύπτανεσεμιαγιγάντια,κοσμική
δ
δ
ι
ι
α
α
π
π
α
α
σ
σ
ώ
ώ
ν
νσυγκραδαινόμενατηνΎλη,τ
ηνΨυχή,
τηνΗθική,ωςνααποτελούσαντιςχορδέςμιαςίδιαςαιώνιαςΛύρας,έτσικαιστονέοναυτό
βιβλίο,οδηγημένοαπόμιανίδια
ο
ο
υ
υ
σ
σ
ι
ι
α
α
σ
σ
τ
τ
ι
ι
κ
κ
ά
ά
ν
ν
ε
ε
α
α
ν
ν
ι
ι
κ
κ
ή
ή
ν
ν
α
α
ι
ι
σ
σ
θ
θ
α
α
ν
ν
τ
τ
ι
ι
κ
κ
ό
ό
τ
τ
η
η
τ
τ
α
α,ηΨυχή,η
Φύση,τοΉθοςξαναβρίσκουνκάτουαπ'τοχέριτουΠοιητήτηζωτικήπρωταρχικήνενότητά
τους και,μαζί, τη δύναμη να προχωρούν γοργά προς κάποια μυστική διαλεκτική
πληρότητα,όπουτοορατόκαιτοαόρατο,τοαπτόκαιτοφανταστικό,τοθυμικόκαιτο
στοχαστικό υφαίνουνε και συγκραδαίνουνε μια γενική κι αδιαίρετηπραγματικότητα:την
καθαράΠοιητική,πουείναικαιημόνηστηνουσίααυθεντικήκιαληθινή.
Θαθέλαμεκαλύτερηναπόδειξηγι'αυτόπουλέωαπ'τηθαυμαστήιστορίατωνχελιώντης
«
Α
Α
ι
ι
ο
ο
λ
λ
ι
ι
κ
κ
ή
ή
ς
ς
Γ
Γ
η
η
ς
ς»;Μαςέρχεταιαπ'τομέγαπνέμαενόςΘαλή,απ' την ψυχή του
συγγραφέα,απ'τηνκαρδιάτηςΦύσης,απ'τηνκαρδιάμας.Αντιγράφω,γιανακρίνουν
όλοι,τοθαυμάσιομόνοτέλοςτηςγλυκειάςετούτηςιστορίας:
«Έτσιέγινεκαιταδυοχέλιαπορεύτηκανκοντά‐κοντά,μαζίμετοκοπάδιτους,καιφτάξανε
στοβάθοςτουμακρινούΩκεανού.Πολλούςσυντρόφουςχάσανεστοδρόμοσεμάχεςπου
κάμανεμ'άλλαψάρια.Όμωςοιδυοσύντροφοιδενπάθανετίποτα,γιατίοέναςβοηθούσε
τονάλλο.Σανκατέβηκανστοντόποπουθαγονιμοποιούσαν,στοβυθό,διάλεξανέναμέρος
στηρίζατουκοραλιούκαικάμανετηφωλιάτους.Τ'άλλαταχέλιατουκοπαδιούάρχισαν
τότεν'α
λλάζουντοπετσίτουςκαιναντύνουνταιμεαργυρόπετσί—τηγαμήλιαφορεσιά
τους.Μαοιδυοσύντροφοιτουκοραλιούδενείχανανάγκηναπεριμένουν.Γιατίαυτοίήταν
έτοιμοι απ'τηναρχήτουταξιδιού. Ερωτευτήκανε γλυκά και,σανκουράστηκαν,μείνανε
ήσυχα,περιμένονταςπιαταπαιδιάπουθα'ρχονταν.Τοαρσενικόχέλιακουμπούσεπότε‐
πότεστοσώματηςγυναίκαςτου,κιότανάκουγεχτύπους:
—Ήρθαν;ρωτούσεμεανυπομονησία.Είναιταπαιδιάμας;
—Όχι,τουέλεγεεκείνη.Όχιακόμα.Αυτόείναι
ε
ε
κ
κ
ε
ε
ί
ί
ν
ν
ο
ο
ς
ςοχτύπος.Είναιηφωνήτουτόπου
μας.
Μα σαν ήρθαν μέσα της τα παιδιά,οιχτύποιμπερδεύτηκαν.Καιτότεπιαμήτεαυτήδεν
ήξερενατουςξεχωρίσει».
Αλλάοιαποδείξειςκαιταπαραδείγματαείναιπολλά,είναιόλοτοβιβλίο.Θεματοφύλακας
μιαςπαράδοσηςυπέρτατης,πουτηλογιάζαμεχαμένη.ΤηςΙωνικής.Ημυστικήφωνήτης:
«Έτσιτούτηημυστικήφωνήγίνεταιοπιοαδιόρατοςκιοπιοβέβαιοςδεσμόςανάμεσαστις
γενιές των προγόνων κ'εκείνωνπουθα'ρθουν,έναςήχος
π
π
ο
ο
υ
υ
θ
θ
α
α
μ
μ
έ
έ
ν
ν
ε
ε
ι
ι
όταν η μνήμη
τωνανθρώπωνθα'χειχαθεί».
Καιυπάρχεικαιτουπέρτατοπαράδειγμα,τοτελευταίο,πουκλείνειόλοτοβιβλίο.Είναιτο
μικρόμαντίλιμετοφυλαγμένοαπ'τηνπατρίδαχώμα.Εδώπιαδενείναιηφωνή.Είναιη
ίδιαησάρκακαιτοπνεύματηςΙωνίας.Τηνκρατάμε,τηναγγίζουμε,τηνψάχνουμεσ'αυτή
τηφούχτααπ'τοδικότηςχώμα.Μια
φ
φ
υ
υ
σ
σ
ι
ι
ο
ο
λ
λ
ο
ο
γ
γ
ι
ι
κ
κ
ά
ά
γ
γ
λ
λ
υ
υ
κ
κ
ε
ε
ι
ι
ά
ά
π
π
ί
ί
σ
σ
τ
τ
η
ηχ
ύνεταιαπότηναφή
μαςμεςστιςφλέβεςμαςκαιστιςκαρδιέςμας.ΗΙωνίαδεχάθηκε.ΗΙωνίαζει.Οχαμένοςτης
προαιώνιοςπολιτισμόςυπάρχει.ΜαςτονέφερετοδράματοφριχτότηςΙστορίας.Μαςτον
έφερεηπροσφυγιάκοντάμας.ΜαςτονέφερεςΕσύ,ΗλίαΒενέζη.
Σκύβωκαιφιλώτοχώμαεκείνοπρώτα.Έπειτα,απόμέροςόλωνμαςτωναδελφώνκαι
μεγαλύτεροςσταχρόνια,σκύβωκαιφιλώμ'αυτότονίδιοπρόλογοκαιτοδικόΣουμέτωπο,
αδελφέΒενέζη.
4.1.1944
Α
Α
Γ
Γ
Γ
Γ
Ε
Ε
Λ
Λ
Ο
Ο
Σ
Σ
Σ
Σ
Ι
Ι
Κ
Κ
Ε
Ε
Λ
Λ
Ι
Ι
Α
Α
Ν
Ν
Ο
Ο
Σ
Σ
ΠΡΟΛΟΓΟΣΤΟΥLAWRENCEDURRELL
ΣΤΗΝΑΓΓΛΙΚΗΕΚΔΟΣΗ
ΗτραγωδίατονξεριζωμούτουαπόταμέρητηςΑνατολήςεξακολουθείακόμηναπιέζει
βαριά την καρδιά κάθε σύγχρονου Έλληνα, αδιάφορο αν κατοικούσε από πριν στη
μητροπολιτικήΕλλάδαήανήρθεεξόριστοςαπότουςπλούσιουςκάμπουςκαιταδασωμένα
βουνάτηςΜιχρασίας.Δενμπορείποτέναξεχάσει.Ανείναιεξόριστος,ξαναγυρίζειπάλικαι
πάλιστηνΑνατολήμέσασταόνειράτου:τηνοσταλγείμελαγχολικάόπωςοΑδάμκαιηΕύα
θανοσταλγούσαντονΚήποτηςΕδέμμετάτηνΈξωση.Οιθεόρατεςφλόγεςαπότηνπυρκαϊά
της Σμύρνης φωτίσανε ολόκληρο τον ουρανό του ανατολικού Αιγαίου.Λένε,μάλιστα,ότι
ακόμακιωςτιςαπέναντιακτέςοιτοίχοιτωνκελλιώντουΑγίουΌρους πήρανε κάποιο
φέγγος από τη φευγαλέα λάμψη των πυρπολημένωνπόλεων. Τα νερά της Σμύρνης είχαν
γεμίσει από κουφάρια.Αλλάκάτιπερισσότεροαπότηναδικία,τηναπανθρωπιάκαιτην
παραφροσύνητηςιστορικήςαυτήςστιγμής,έχειμείνειστησκέψητουσύγχρονουΈλληνα:
μια αίσθηση χαμένου πλούτου, χαμένης ψυχικής γαλήνης.Περπατώνταςκανείςσήμερα
μέσα στις πόλεις της μητροπολιτικής Ελλάδας, αναγκαστικά φτάνει στους προσφυγικούς
συνοικισμούςμετουςχωματένιουςδρόμουςκαιτιςσειρέςτωνχαμόσπιτων που είναι
καμωμένα από ντενεκέδες πετρελαίου κι από διαλυμένα κουτιά ζάχαρης.Ακούειεδώκ'
εκείομιλίεςπουθυμίζουνπαλιάΔωρικήδιάλεκτο,μιαδιάλεκτοπουείχεφτάσεικάποτεως
τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας και την έφερε πάλι τώρα στο άγονο τούτο ακρογιάλι το
κύματηςιστορίας.Ένατραγούδιχωρισμένοξαφνικάσετέταρτατόνουμιλάειγιατη
Σμύρνη,γιατουςδρόμουςμετααπανωτάκαφενεία,τα γυάλινακλουβιάπουαιωρούνται
μέσαστηγλυκειάκαλοκαιρινήατμόσφαιρα,γιατογουργούρισματουναργιλέ,τακόκκινα
φέσια τα κρεμασμένα στους ασβεστωμένους τοίχους όπου κάποτε κάθε πελάτης είχε και
την κρεμάστρα του Σκοντάφτονταςκανείςπάνωστασκουπίδιακαιστιςβρωμιέςτων
στενών αυτών δρόμων (και ποια πόλη στην Ελλάδα δεν έχει τον προσφυγικό της
συνοικισμό;)θυμάταιτηνΑνατολή.ΓιατοσύγχρονοΈλληναηΑνατολήέχειγίνειμιαμνήμη
πουτηναγγίζειαπόκαιρόσεκαιρό,σαντονάνθρωποπουαγγίζεικάθετόσομεταδάχτυλά
τουμιακλεισμένηπληγή.
Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι ο συγγραφέαςαυτούτουμυθιστορήματ
ος,κ
αιγιανα
καταλάβουμετηναπήχησηπουέχει τοέργοτουσεκάθεσύγχρονοΈλληναπρέπειπρώτα
ναστρέψουμετοπρόσωπόμαςαπότηνΕυρώπηκαινακοιτάξουμεπροςτιςγαλάζιεςακτές
όπου,κάποτε,στηνευμάρειατηςΑνατολής,ηζωήήτανάνετηκαιπλούσια,κιοκάθε
άνθρωποςείχετηνψυχικήτουηρεμία.Ηχρυσήατμόσφαιρατης«
Α
Α
ι
ι
ο
ο
λ
λ
ι
ι
κ
κ
ή
ή
ς
ς
Γ
Γ
η
η
ς
ς»βγαίνει
από τη λογοτεχνική αναδημιουργία ενός τρόπου ζωής που έχει εξαφανιστεί,απότην
αξιοποίησημιαςκληρονομιάςπουέχειχαθεί.
ΤομυθιστόρηματουΒενέζηείναιέναποιητικόσχόλιογιατηζωή,τέτοιαπουήτανάλλοτε
στα Κιμιντένια πριν γίνει η έξωση απ'τονΠαράδεισο.Ωστόσο,ποτέδεγίνεταιένα
αισθηματολογικόχρονικό, και ποτέδεν ξεπέφτει σε θρηνολογήματα.Ηέντονησυγκίνηση
πουπροκαλούναυτέςοιαναπολήσειςίσωςπροέρχεταιαπ'τηβαθειάτουςγαλήνη.Ηθλίψη
δενείναιποτέφανερή—πηγάζειαπ'τηνομορφιάτουβιβλίου,καιχρωματίζειπιοσκοτεινά
καιπιοπλούσιαταπρόσωπακαιταγεγονότα.
Οκόσμοςπουπεριγράφειη«
Α
Α
ι
ι
ο
ο
λ
λ
ι
ι
κ
κ
ή
ή
Γ
Γ
η
η»
είναιπαράξενααρχαϊκός.Βρίσκεταιπιοκοντά
στονκόσμοτουΗσιόδουκαιτουΟμήρουπαράστοδικόμας.Κιόμωςηπνευματικήγοητεία
του ύφους του Βενέζητον ερμηνεύει τέλεια.Η«
Α
Α
ι
ι
ο
ο
λ
λ
ι
ι
κ
κ
ή
ή
Γ
Γ
η
η»δενείναιμια αφήγηση —
πώςθαμπορούσεναείναι;ΗιστορίααρχίζειμόνομετάτηνέξωσηαπότονΚήποτηςΕδέμ.
ΣτηνΕδέμδενυπήρχεχρόνος,αλλάμόνομιαευλογημένηατέλειωτηδιάρκειαευτυχίας.Και
το μυθιστόρημα, με τον επιδέξιο συγκερασμό καταστάσεων και διαθέσεων,δημιουργεί
μιανάλληΕδέμαπότηχαμένηΑνατολή.
Μετάτο1923οΒενέζηςέγινεκάτοικοςτηςμητροπολιτικήςΕλλάδαςόπου, εκτόςαπότην
«
Α
Α
ι
ι
ο
ο
λ
λ
ι
ι
κ
κ
ή
ή
Γ
Γ
η
η», δημοσίευσε και άλλα μυθιστορήματα. Έχει επίσης γράψει ένα θεατρικό
έργοεμπνευσμένοαπότηζωήτηςφυλακήςόπουτονείχανκλείσειοιΓερμανοίσταχρόνια
τηςΚατοχής.ΜαζίμετονΜυριβήληέχειτηφήμηενόςαπότουςμεγαλύτερουςσημερινούς
Έλληνες μυθιστοριογράφους —μιαφήμηπουθατηβρειεντελώςδικαιολογημένηκάθε
αναγνώστηςαυτούτουβιβλίου.Η«ΑιολικήΓη»είναιένααπολαυστικόβιβλίο,κ'είμαστε
τυχεροίπουαποκτήσαμεμιακαθαρήκαιμελωδικήαγγλικήτουμετάφραση.
L
L
A
A
W
W
R
R
E
E
N
N
C
C
E
E
D
D
U
U
R
R
R
R
E
E
L
L
L
L
ΠΡΟΛΟΓΟΣTOYPIERREAMANDRY
ΣΤΗΓΑΛΛΙΚΗΕΚΔΟΣΗ
Οχτώαιώνεςπ.Χ.Έλληνεςναυτικοίπουείχανξεκινήσειαπ'τιςακρογιαλιέςτηςΙωνίαςκαι
τηςΑιολίδαςέστηνανταεμπορικάτουςστιςακτέςτηςΜεσογείουκαι της Μαύρης
Θάλασσας,απ'τιςεκβολέςτονΔονίσαμεταστενάτονΓιβραλτάρ.Ωςτα1922στιςίδιες
αυτές ακρογιαλιές της ΜικράςΑσίαςζούσανΈλληνες, ναυτικοί και έμποροι όπως και οι
πρόγονοίτους,γεωργοί,υπάλληλοι,μηχανικοί,πουχάρηστηνικανότητακαιστηνεπιμονή
τουςείχανεπιβληθείστουςΤούρκουςκαιήταντοζωντανότεροστοιχείοτου πληθυσμού.
Στα 1914 πολλοί απ'αυτούςαναγκάστηκανναξεπατριστούνστανησιάτουελληνικού
αρχιπελάγουγιαναγλυτώσουνετηστρατολογίαστοντουρκικόστρατόκαιvaσωθούνεαπ'
τουςδιωγμούςπουείχαναρχίσειοιΤούρκοιεναντίοντωνχριστιανών.Ότανέγινεηειρήνη
αναγνωρίστηκεστηνΕλλάδαμιαζώνηεπιρροήςστηνπεριοχήτηςΣμύρνης και των
Σάρδεων.Μ'αυτόεκπληρωνότανηευχήόλωνεκείνωνπουδιεκδικούσανγιατονέο
ελληνικό κράτος την κληρονομιά του Βυζαντίου, θεωρώντας το Αιγαίο σα θάλασσα
ελληνικήκαιτηνελληνικήΑσίασαμιαπροχωρημένηθέσητουευρωπαϊκού πνεύματος
αντίκρυστονκόσμοτηςΑνατολής.
Αλλάστα1922,ύστερααπόμιαθριαμβευτικήεκστρατείαπουέφερετονελληνικόστρατό
ωςτιςπύλεςτηςΆγκυρας, η καταστροφή της Σμύρνης εσήμανε την κατάρρευση του
ΕλληνισμούτηςΜικράςΑσίας.Αποφασίστηκεναγίνειηανταλλαγήτωνπληθυσμών.
Ενάμισυ εκατομμύριο πρόσφυγες καταφύγανε στην Ευρωπαϊκή Ελλάδα.Ήτανη
μεγαλύτερηκαταστροφήτουσύγχρονουΕλληνισμού.
Αυτότοδράμα,πουσυγκλόνισεβαθιάτηνελληνικήψυχή,είναιμεςστηνκαρδιάτουέργου
τουΒενέζηπουτοέζησε.
***
Η«Αιολική
Γη»είχετηνπιοκαταπληκτικήεπιτυχίαπουείδεποτέβιβλίοστηνΕλλάδα.Το
βιβλίοαυτόείναισανμιασύνθεσηαπόπαιδικέςαναμνήσεις,απόδιηγήματακαιαπόένα
αγροτικόελεγείο.
Κάτω απ'ταΚιμιντένια,πουείναιέναβουνόμεάγριαφαράγγιαγεμάτοσπηλιές
μυστηριακές,κατάφυτοαπόβαλανιδιέςκαιπράσινεςοξυές,πλημμυρισμένοαπότσακάλια,
από αγριογούρουνα,απόαρκούδεςκαιαϊτούς, στις ρίζες του βουνού Έλληνες γεωργοί
έχουνξεχερσώσειμιαπεριοχήπουάλλοτεήτανγηάγονη,καικειζουν.Οιάνθρωποιαυτοί
είναι δυο λογιώ:αυτοίπουζούνεμιαζωήαπλήκαιτίμια, άνθρωποι που οι καθημερινές
έγνοιες τους είναι μόνο «για τη γη,γιατοξύλοπουδίνειτηφωτιά,γιατασύννεφαπου
δίνουν το νερό της βροχής»∙κιάλλοιπουτουςδέρνουνπαράξεναπάθη,ληστέςκαι
κοντραμπατζήδες,μανιακοίκαιτρελοί.
Αρχηγόςμιαςοικογένειαςπατριαρχικήςοπαππούςασκείέναείδοςλειτούργημαιερατικό,
προσφέρνοντας φιλοξενία,σαντουςχωρικούς‐βασιλιάδεςτουΟμήρου,σ'όλουςτους
περαστικούς ταξιδιώτες,πουξεπληρώνουντοψωμίπουτρώνελέγονταςιστορίεςκαι
παραμύθια.Οιγυναίκεςπαίζουνέναρόλοδευτερεύοντα,υποταχτικές, τρυφερές και
θρήσκες.Τοαγόρι,ομικρόςΠέτρος,έχειτέσσερειςαδερφές.Ημεγάληφροντίζειταμικρά.
ΗΛέναδενέχειάλλαόνειραπαράτουποστατικόπουμιαμέραθαγίνειδικότης.ΗΑγάπη
θατιμωρηθείγιατίδεναφέθηκεσταπαιδικάόνειράτης,γιατίπρόδωσεμέσατηςτοπαιδί.
ΌμωςομικρόςΠέτροςκ'η
Άρτεμη,ηαγαπημένητουαδερφή,ακούνεόλεςτιςμυστικές
φωνέςπουέρχονταιαπ'ταΚιμιντένια.Ζούνεσ'ένανκόσμομαγείαςπουγκρεμίζεταισιγά‐
σιγάόσοταπαιδιάέρχονταισ'επαφήμετηναδικία,μετηνκακία,μετονπόλεμο.ΗΆρτεμη
είναι ένα αγριοκόριτσο που ανυπομονεί να μάθει όλα τα πράγματα του κόσμου.Μια
παράδοσητουτόπουλέειπωςόποιοςφυτέψειμεταχέριατουκαρυδιάθαπεθάνειμόλις
το δέντρο βγάλει καρπό. Η Άρτεμη φυτεύει με τα χέρια της μια καρυδιά: λίγα χρόνια
αργότερα θ'αναπαυθείσεμιαγωνιάστηγητηςΛέσβου.ΗΆρτεμηβρίσκειχαράνα
συναντά στο βουνό ένα παλικάρι είκοσι χρονώ που κυνηγάει τ' αγριογούρουνα,τις
αρκούδεςκαιτουςτσαλαπετεινούς.ΑυτόντονκυνηγότονέχειμαγέψειηΝτόρις,πλάσμα
παράξενο με ξανθά μαλλιά που ήρθε απ'ταβάθητηςομίχλης,απ'τηΣκωτία,και
περιπλανιέταιστοβουνόκαβάλαστοάλογότης.ΗΆρτεμηδεθέλειν'αφήσειτηΝτόριςνα
μπειμεςστησπηλιάόπουχώνουνταιταγέρικααγριογούρουναγιαναπεθάνουν.Γιαχάρη
τηςΝτόριςομικρόςΠέτροςθαδιακινδυνεύσειτηζωήτου,θέλονταςναπάρειαπ' τηφωλιά
τουατιούτομικρόαϊτόπούλο.ΓιατηΝτόριςθαπεθάνειο κυνηγόςπηγαίνονταςναπάρει
απ'τηφωλιάτηςαρκούδαςτομωρότης.
Τααισθήματατωνπαιδιώνπεριγράφονταιμεπολλήλεπτότητα. Το μυθιστόρημα του
Βενέζη ξεφεύγει απ' την εκζήτηση και τη φτηνή αισθηματολογία που είναι κίνδυνος σ'
αυτούτονείδους τααφηγήματα,καιτούτογιατίηφαντασίακαιτοόνειροσυγκρούονται
διαρκώς,μέσασεμιαφύσητραχειάκαιάγρια,μετηνπραγματικότηταπουπολλέςφορές
είναιβάρβαρη.
Πράγματι, στην ήσυχη ζωή της γης και στα παραμύθια της γιαγιάς αντιπαραθέτονται
περιστατικά άγρια,όλοαίμα,μετουςκοντραμπατζήδεςκαιτα δεινά ενός κατατρεγμένου
λαού.
Ληστέςλίγορομαντικοί,πουδεδέχονταιν'
ακούσουντοπαραμικρόότανολόγοςείναιγια
τιμή,παλικάριαόλογενναιοψυχία—οΛαζός, ο Παγίδας,οΓαρμπής—σκοτώνουνε από
ανάγκηνασκοτώσουν,κινημένοιαπ'τοδαίμοναπουφωλιάζειμέσατους.Παιδιάτηςγης
τηςΑνατολήςκαιτηςελληνικήςθάλασσαςσυνδυάζουντοξεροκέφαλοπείσματουχωριάτη
καιτουανατολίτηκαμηλιέρημετηφαντασίατωνθαλασσινών.ΟΒενέζηςαγαπάπολύαυτό
τοείδοςτουςανθρώπουςτουςκυριαρχημένουςαπ'τοπάθος—τοπάθοςτηςΑνατολήςπου
δενξέρειμέτρο—αγαπάαυτάταπλάσματαπουτασυνεπαίρνειτομάταιο,τοαπελπισμένο
κυνηγητότηςχίμαιρας. Οι πιο δυνατοί —οΠαγίδας, ο Γαρμπής∙ ρίχνονται μ'όλητην
ύπαρξήτουςστηδράση,στηνπεριπέτεια,στοφόνο.Άλλοι,άρρωστοι, καταδικασμένοισε
ακινησία,καθώςογερο‐άρχονταςτηςΣκωτίας,καταβροχθίζουνεβιβλίαπεριπετειώνκαι
αρκούνται να ονειρεύονται αυτά που ζήσανε άλλοι. Στα πλάσματα που δεν έχουν παρά
μικρά φτερά και που χάλασαν τη ζωή τους,μιαέμμονηιδέαέχειπάρειτηθέσητων
ονείρων που δεν εκπληρώθηκαν. Άλλοτε είναι μια ακίνδυνη μονομανία,άλλοτεείναι
καθαυτότρέλα:ομπαρμπα‐Ιωσήφθααφιερώσειόλητηζωήτουστοναμπολιάζειδέντρα,
ογιατρόςΒένηςτης«
Γ
Γ
α
α
λ
λ
ή
ή
ν
ν
η
η
ς
ς»καλλιεργείτην«τριανταφυλλώνα»τον,οΑλήςτριγυρίζει
στηνΑνατολήγυρεύονταςναβρειτοκαμήλιμετοάσπροκεφάλι,ο
Στέφανοςοσαμαράς
πολεμάεινακρατήσειτουςήχουςμέσασ'έναπαλιόρολόι.Όλααυτάταπρόσωπα,παράτις
μανίες τους, μένουν εξαιρετικά ανθρώπινα.ΟΒενέζηςείναιευσπλαχνικόςγι'αυτάτο
ναυάγια.Ποτέηεικόναπουτουςφτιάχνειδεγίνεταιγελοιογραφία.
Ο πόλεμος ξεσπά. Τότε τα μονωμένα δράματα σβήνουν.Καθώςστοχορότηςαρχαίας
τραγωδίας,απόδώκ'εμπρόςτοκύριοπρόσωποθα'ναι ο λαός,έναςλαόςδιωγμένος,
κυνηγημένος.ΣταΚιμιντένια, μέσα απ'ταδάσηκαιταφαράγγια, το πλήθος κατεβαίνει
προςτηθάλασσακουβαλώνταςμαζίτουτοσώματουαγίουτους—τουεφέστιουθεούτους.
ΕίναιησπαραχτικήΈξοδος:όλοςοχριστιανισμόςτηςΜικράςΑσίαςξεριζώνεταιαπ'τηγη
του.
***
Ηαφήγησηστην«
Α
Α
ι
ι
ο
ο
λ
λ
ι
ι
κ
κ
ή
ή
Γ
Γ
η
η»είναιέξοχη,ζωηρή,γραφική.ΟιιστορίεςτουΛαζού,του
Αλή,τουΓαρμπήείναισανπαραμύθιατηςΑνατολής,μ'ένατοπικόχρώμαπολύδυνατό,αν
καιβαλμένομεδιάκριση.Δενυπάρχειεδώκαμιάαναζήτησηεύκολουεξωτισμού.Αντίθετα,
μια ατμόσφαιρα παρθενική αναδίνεται απ' τα Κιμιντένια με τα μεγάλα δάση τους,μετις
σπηλιές και με τα φαράγγια τους,μετ'αγρίμιακαιταόρνια∙μετιςπρολήψειςπου
απαγορεύουν να σκοτώσεις ένα γέρικο αγριογούρουνο,πουαπαγορεύουνστιςέγκυες
γυναίκεςναδουλεύουνανήμερατουΑγίουΣυμεών∙μεταέθιματαεύθυμαήταβάρβαρα,
καθώς το κυνήγι των τσακαλιών,τοπάλεματωνκαμηλιών∙μετιςπαραδόσειςτις
κληρονομημένες απ'τονκαιρόπουοιγέροντεςήτανιερείςκαιμάντειςκαιδιάβαζαντο
μέλλονστοκόκαλοτηςπλάτηςτουαρνιούήδιώχνανετηβασκανίαμελόγιαμαγικά.
Πολλέςαπ'αυτέςτιςπίστειςκαιτιςσυνήθειεςέχουντηνκαταγωγήτουςστοχριστιανισμό,
άλλες στο μουσουλμανικό κόσμο.ΓιαμιαακόμαφοράηΕλλάδακ'ηΑνατολή
συναπαντήθηκαν σ'αυτέςτιςακρογιαλιέςτηςΜικράςΑσίας,ημιαμπήκεμεςστηνάλλη,
καιπολύσωστάοΆγγελοςΣικελιανόςστονπρόλογότουγιατην«
Α
Α
ι
ι
ο
ο
λ
λ
ι
ι
κ
κ
ή
ή
Γ
Γ
η
η»χ
αιρετάτον
συγγραφέα της ως το θεματοφύλακα της Ιωνικής παράδοσης.Είναιαλήθειαάξιονατο
θαυμάσουμεπώςσ'αυτήτηγητηδιαποτισμένηαπόπαράδοσηειδωλολατρική,
χριστιανική καιμουσουλμανική,έναςσυγγραφέαςξαναβρίσκειχωρίςκόποτοναπλότόνο
των ομηρικών αφηγήσεων όπου ο περαστικός ταξιδιώτης πρέπει να ικανοποιήσει την
περιέργειααυτώνπουτονφιλοξενούν, καιτονσυγκλονιστικότόνοτουαρχαίουδράματος
όπου ένα πλήθος,χτυπημένοαπ'τηΜοίρα,θρηνείανήμπορογιατηντύχητου.Μαο
σύγχρονος Οδυσσέας πρόσθεσεστουςπαλιούςσταθμούςτουκ'ένανάλλον:μιαδιαμονή
του στο σεράι.Γι' αυτό και οι ιστορίες του ανακατώνονται με επεισόδια φανταστικάκαι
επεισόδιααίματος,όπουαντηχείπαράξεναοαντίλαλοςαπ'ταπαραμύθιατηςΧαλιμάς.
P
P
I
I
E
E
R
R
R
R
E
E
A
A
M
M
A
A
N
N
D
D
R
R
Y
Y
d
d
e
e
l
l
ʹ
ʹ
A
A
c
c
a
a
d
d
é
é
m
m
i
i
e
e
d
d
e
e
s
s
I
I
n
n
s
s
c
c
r
r
i
i
p
p
t
t
i
i
o
o
n
n
s
s
e
e
t
t
B
B
e
e
l
l
l
l
e
e
s
s
L
L
e
e
t
t
t
t
r
r
e
e
s
s
ΠΡΩΤΟΜΕΡΟΣ
ΚΟΣΜΟΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΠΡΩΤΟ
Κιμιντένια
ΟΤΑΝπαραμέρισαντακύματατουΑιγαίουκιάρχισανν'αναδύονταιαπ'τοβυθόταβουνά
τηςΛέσβουυγρά,στιλπνάκαιγαλήνια,τακύματαείδανξαφνιασμένατονησί,τονέοτους
φίλο.Ήτανσυνηθισμέναναταξιδεύουναπ'ταμέρητουΚρητικούπελάγουκαινασβήνουν
στιςακρογιαλιέςτηςΑνατολής,καιό,τι ξέρανε από στεριά ήταν σκληρά βουνά,κοφτοί
θεόρατοι βράχοι, γη από κίτρινη πέτρα.Τούτοδω,μετονέονησί, ήταν κάτι άλλο —ω,
πόσοδιαφορετικό!Γι'αυτόείπαντακύματα:
«Αςπάμετομήνυμαστηνπιοκοντινήγη,στηγητηςΑιολίδας.Αςτηςπούμεγιατονησί,τη
νέαγηπουέδεσετοφωςμετηγαλήνη,γιατηγραμμήκαιτηνκίνησήτουπουείναιτόσο
ήμερησαναέχειμέσατηςτησιωπή,αςτηςπούμεγιατοθαύματουΑιγαίου!»
Ήρθαντακύματακαιφέραντομήνυματουπελάγουστηναιολικήακτή. Ήρθαν και άλλα
κύματα,κιάλλα—όλατακύματα.Όλαλέγανγιατοπαιχνίδιτηςγραμμήςτουνησιού,για
τοπαιχνίδιτηςαρμονίαςκαιτηςσιωπής.
Τ' άκουσαν την πρώτη μέρα τα σκληρά βουνά της Ανατολής και μείνανε αδιάφορα.Τ'
άκουσαν και την άλλη,καιπάλιδενταράχτηκαν. Όμως όταν το κακό παράγινε και κάθε
στιγμήάλλοδενακούγανεπαράτηβουήτουπελάγουνατουςλέειγιατοθαύμα,ταβουνά
παράτησαντηναταραξίατουςκαι,περίεργα,σκύψανεπάνωαπ'τακύματαναδουντονησί
τουΑιγαίου.Ζηλέψα
νετηναρμονίατουκαιείπαν:
«Αςκάμουμεκ'εμείςέναντόπογαλήνηςστηγητηςΑιολίδας,πουνα'ναισαντονησί!»
Παραμερίσανε τότε τα βουνά,τραβήχτηκανστοβάθος, κι ο τόπος που άφησαν έγινε ο
τόποςτηςΓαλήνης.
ΤαβουνάκείνατηςΑνατολήςταλένεΚιμιντένια.
ΟΙΠΡΟΓΟΝΟΙΜΟΥδουλέψανεσκληράτηγηπουείναικάτωαπ'ταΚιμιντένια.Ότανεγώ
γεννήθηκα, ένα μεγάλο μέρος της περιοχής το όριζε η φαμίλια μας. Το χειμώνα μέναμε
στηνπόλη,αλλάμόλιςταχιόνιαφεύγανεαπ'ταΚιμιντένιακ'ηγηπρασίνιζεμαςέπαιρνεη
μητέραμας,όλατ'αδέρφιαμου,τηνΑνθίππη,τηνΑγάπη,τηνΆρτεμη,τηΛένα,εμένα,και
πηγαίναμεναζήσουμετουςμήνεςτουκαλοκαιριούστοκτήμα,κοντάστονπαππούκαιστη
γιαγιάμας.
Η θάλασσα ήταν μακριά από κει,κιαυτόστηναρχήήτανμεγάληλύπηγιαμέναεπειδή
γεννήθηκακοντάτης.Στηνησυχίατηςγηςθυμόμουντακύματα, τα κοχύλια και τις
μέδουσες,τημυρουδιάτουσάπιουφυκιούκαιταπανιάπουταξίδευαν.Δενήξερανατα
πω αυτά, επειδή ήμουνα πολύ μικρός.Αλλάμιαμέραημητέραμουβρήκετοαγόριτης
πεσμένο μπρούμυτα καταγής,σαναφιλούσετοχώμα. Το αγόρι δε σάλευε,κιότανη
μητέραπλησίασετρομαγμένηκαιτοσήκωσεείδετοπρόσωπότουπλημμυρισμένο στα
δάκρυα. Το ρώτησε ξαφνιασμένη τι έχει,κ' εκείνο δεν ήξερε ν'αποκριθείκαιδενείπε
τίποτα.Ό
μωςμιαμητέραείναιτοπιοβαθύπλάσματουκόσμου,κ'ηδικήμου,που
κατάλαβε, με πήρε από τότε πολλές φορές και πήγαμε ψηλά στα Κιμιντένια,απ'όπου
μπορούσαναβλέπωτηθάλασσα.Κ'ενώεγώαφαιριόμουναστημακρινήμαγείατουνερού,
εκείνη δε μου μιλούσε, για να αισθάνομαι πως είμαστε μονάχοι,ηθάλασσακ'εγώ.
Περνούσεπολλήώραέτσι,ταμάτιαμουκουράζονταννακοιτάνεκαιγέρναν,έγερνακ'εγώ
στηγη.Τότε ταδέντραπουμε τριγύριζανγίνοντανκαράβιαμε ψηλά κατάρτια, ταφύλλα
πουθροούσανγίνοντανπανιά,οάνεμοςανατάραζετοχώμα,τοσήκωνεσεψηλάκύματα,
ταμικράτριζόνιακαιταπουλιάήτανχρυσόψαρακαιπλέανε,κ'εγώταξίδευαμαζίτους.
Σανξυπνούσα,έβλεπααπόπάνωμουταμάτιατηςμητέραςμουναπεριμένουν.
—Ήτανωραία,αγόρι;μερωτούσεχαμογελώνταςγλυκά.
—Αχ,μητέρα,πάνταείναιωραίαμετηθάλασσα!
ΜΙΑ ΑΠΟ ΚΕΙΝΕΣ τις καλοκαιρινές μέρες,γυρίζονταςμετημητέραμουαπ'το«ταξίδι της
θάλασσας στα Κιμιντένια»,σταθήκαμεστηνκοίτηενόςμικρούποταμιού.Τοποτάμιήταν
γεμάτοκαθαρόάμμο,έτρεχεόμωςκαιλίγονερό.
—Πώςτρέχεινερό,είπα,αφούείναικαλοκαίρικαιταΚιμιντένιαδενκατεβάζουνενερό;
—Έλα!μουλέειημητέρα,πουείχεζήσειόλαταπαιδικάτηςχρόνιασταΚιμιντένιακ'ήξερε
τοντόποκαλά.Έλαναδεις!
Περπατήσαμεμεςστοποτάμι,ακολουθώνταςτοβαθιάστηνκοιλάδα,καιτότεβρήκαμεσε
μια κουφάλα την πηγή απ' όπου ανάβλυζετονερό. Έκανε πολύ δροσιά εκεί∙ μολοντούτο
δενείχεβρύακαιπλατάνια,όπωςθα'π
ρεπεσετόσουγρότόπο.
—Δοκίμασετονερό,μουλέειημητέραμου.Ναδειςτιδροσερόπουείναι!
Πήραμετηχούφταμουκαιτο'φερασταχείλιαμου.Αλλάμόλιςτοάγγιξαν,τοάφησανα
χυθείκαισκούπισατηγλώσσαμου.
—Μααυτόείναιθάλασσα!είπαξαφνιασμένος.
Ημητέραμουγελούσεμεπολλήχαρά.Μεπήρεστηναγκαλιάτηςκαιμουείπε:
—Βλέπεις;Ηθάλασσαείναιπαντού!
Κιότανέπειταπήραμετοδρόμοτουγυρισμούέγινεσοβαρήκαιμουεξήγησεπωςόληη
περιοχήκάτωαπ'ταΚιμιντένιαήτανκάποτεκακήγη,επειδήπολύβαθιάμέσατηςζούσεη
θάλασσα,έμπαινεμέσατηςηθάλασσα.Καιχρειάστηκεαπόγενιάσεγενιάοασταμάτητος
μόχθοςτωνταπεινώνμουπρογόνωνγιαναφύγειτονερόκαιναγίνουνταδέντρακαιτα
κλήματα.
ΣΤΑΧΡΟΝΙΑτουπαππούμου,τουπατέρατηςμητέραςμου,ηγηπιαήτανέτοιμηκ'έγινετο
υποστατικό.Απ'τημητέραμουέμαθατοπώςέγινεηπρώτηκαλύβα,πότεηγιαγιάμου
φύτεψεμεταχέριατηςτονπλάτανοστηναυλή,πότεφυτέψανετακλήματα.Στο
υποστατικόέμπαινεςαπό μιαμεγάληπόρτα,καμωμένημεσκαλιστόξύλο.Στημέσηήταν
μια αυλή και γύρω ‐ γύρω της, ημιαχτισμένηκοντάστηνάλλη, ήταν οι οικοδομές.Στα
κάτωπατώματαήτανοιαποθήκεςκ'οιστάβλοι,στ'απάνωηκατοικίατουπαππούκαιτης
γιαγιάςμας,πλάιοξενώνας,καιπλάιοικατοικίεςγιατιςγυναίκεςκαιτουςζευγάδεςπου
δουλεύανεστοκτήμαολοχρονίς.Μιαξύλινησκάλασεανέβαζεαπ'τηναυλήστοσπίτιτου
παππού, κι από κει άρχιζε το ξύλινο μπαλκόνι που ένωνε κυκλικά όλα τα χτίρια.Τα
παράθυρα όλα βλέπαν μες στην αυλή,καιμονάχατοσπίτιτουπαππούείχεένα
σιδερόφραχτοπαράθυροπουέβλεπεέξω,τονκόσμοτονέξωαπ'τημεγάληπόρτα.Έτσιτο
υποστατικό έμοιαζε σα μοναστήρι ή σα φρούριο, καμωμένο όλο με γερή πέτρα του
Σαρμουσάκγιατοφόβοτωνληστών.Όμωςδενείχετίποτααπ'τηνασκητικήαυστηρότητα
τωνμοναστηριών,μήτεαπ'τηναγριότητατωνφρουρίων.Ήτανβαμμένομεγαλάζιοχρώμα.
Σ'έναεπιτούτουδωμάτιοήτανφυλαγμένασανπολύτιμαπράματαταόπλα,γκράδεςκαι
μαρτίνια και σπαθιά, όσα θα φτάνανε για ν' αρματώσουν όλους τους ζευγάδες σε ώρα
ανάγκης, αν μας ρίχνονταν ληστές.Αυτότοδωμάτιοτολέγαμετο«Κίτρινο» επειδή ήταν
βαμμένο με δυνατό κίτρινο χρώμα.Τοδικόμας, των παιδιών,ήτανπλάισταόπλα,κ'η
γειτονία τους μας έκανε να τα συλλογιζόμαστε πολύ. Και καθώς το Κίτρινο ήταν πάντα
κλειδωμένοκαικανέναςδενείχετηνάδειανατοανοίξειεκτόςαπ'τονπαππού,ηφαντασία
μας του έδινε μεγάλες διαστάσεις,τοσχημάτιζεσαμυστικόκαταφύγιομυθικών
πλασμάτων.
Τις νύχτες, όταν γινόταν ησυχία έξω, όταν τα τσακάλια πια δεν ούρλιαζαν και μονάχα τα
φύλλα των δέντρων ακούγονταν που σάλευαν, κάθε άλλος σιγανότατος θόρυβος που
έφτανεωςεμάςμαςφαινόταννα'ρχεταιαπότοαπαγορεμένοδωμάτιο.Τότετοέναπαιδί
ξυπνούσετοάλλο.
—Άκουσ
ες;έλεγεημικρήΆρτεμηκαιμ'έσπρωχνε.
Ξυπνούσατρομαγμένοςκαιρωτούσα:
—Τιείναι;
—Άκου!Πλάικάτιγίνεται! ΣτοΚίτρινο...
Έβαζα όλη την προσοχή κι αφουγκραζόμουν. Η γη αναπαύεται και γονιμοποιεί τους
σπόρους,κιαπ'τομυστικότηςέργοέρχεταιέναςελάχιστοςθόρυβοςπουμπορείναφτάξει
μονάχα σ'έναπαιδί. Οι ρίζες των δέντρων σαλεύουν στα σκοτεινά γυρεύοντας νερό να
πιουν, οι φλούδες των κορμών σαλεύουν για να χυθούν οι χυμοί στους κλώνους και στα
φύλλα,τατυφλάσκουλήκιααγωνίζουνταιέρηματομικρότουςαγώνα,έναζαρκάδιπέρασε
και χάθηκε, ένα άλλο, κυνηγημένο από μεγαλύτερό του αγρίμι,δενμπόρεσεναπεράσει
στοδάσοςναγλιτώσεικιακούγεταιησπαραχτικήφωνήτουβαθιά,ηφωνήτουθανάτου.
Ύστεραόλαησυχάζουν,κ'έρχεταιηΜεγάληΣιωπή.
—Άκου!...λέειπάλιηΆρτεμηότανγίνεταιησυχία.
—Τσακάλιθα'τανκαιπέρασε,τηςλέω.
—Μαόχι!Όχιτοτσακάλι!Να!Τώρα,τώρα!Κ
ειμέσα!Άκουσε!
Τεντώνωτοαυτίμουκιανοίγωταμάτιαμουόσομπορώ.Ηκαρδιάμουχτυπάμεαγωνία
επειδήαισθάνουμαιτηνανάγκην'ακούσωό,τιμπορείν'ακούσειεκείνη.
—Αχ!λέωτέλοςαπελπισμένα.Δενακούωτίποτε!Μονάχαταφύλλα .
—Καημένε!Ταφύλλα.Τιλεςγιαφύλλα!κάνειηφωνήτηςμεςστοσκοτάδι,καιξέρωπως
σταμάτιατηςθαλάμπειηπεριφρόνηση.Ματόσολοιπόνμικρόςείσαι;
Εγώήμουναέξιχρονώκ'εκείνηείχεκλείσειπιαταοχτώ.Αυτόδεμεπείραζετόσο. Αλλά
μου ερχόταν να κλάψω απ'τοκακόμουκαιαπ' το παράπονο επειδή η Άρτεμη ήταν
κορίτσι,,κ'ένακορίτσιδεθα'πρεπεναξέρειπιοπολλάαπόένααγόρι.Κιόμως,ναπουέτσι
γινόταν—αδικίαπολλήήτανστονκόσμο.
—Ό,τιθέλειςλες!τηςκάνωτέλοςθυμωμένα.Ακούςταφύλλασταδέντρακαιθαρρείςπως
είναιστοΚίτρινο!Χμ!
— Κακομοίρη!Εγώλέωό,τι θέλω;διαμαρτύρεταιηΆρτεμη.Δεθυμάσαιπωςκ'εσύτις
προάλλες τ'άκουσεςπουπερπατούσαντασπαθιάμεςστοΚίτρινοκαιμιλούσανμετα
πιστόλια;Ακούς,ναλέω,ό,τιθέλω!
ΗΆρτεμηείχεδίκιο.Τιςπροάλλεςφύσηξεπολύςαγέρας,αργάμετάταμεσάνυχτα,κιόλο
τουποστατικόσανασάλευε.Απόψηλά,απ'ταΚιμιντένια,ερχότανοθρήνοςτωνδέντρων
που πάλευαν με τον άνεμο.Μήτετατσακάλιαδενείχαντολμήσειναβγούνεκείνοτο
βράδυ
απ'τιςφωλιέςτους,μήτεάλλαζαρκάδια,καμιάφωνήδενακουγόταν.Τότες
ακούσαμε το μυστικό θόρυβο που ερχόταν μέσ'απότοΚίτρινο,καιμείναμεκ'οιδύο
σύμφωνοι,ηΆρτεμηκ'εγώ,πωςτασπαθιάμιλούσαν.Λοιπόν,τώραγιατίναμηνπιστεύω;
—Εσύόλοκοιμάσαι,αυτόείναι!συμπεραίνειηΆρτεμη,θέλονταςναεξηγήσειτην
αδυναμίαμου.Εγώόμωςξαγρυπνώκ'έχωσυνηθίσειτ'αυτίμουναπαίρνει.
—Καλά,καλά!τηςλέωπάλι.Εσύταξέρειςόλα!Κάθισε,λοιπόν,ναξαγρυπνάςμετο
σκοτάδι
Γυρίζωστομικρόκρεβάτιμουκαικουκουλώνουμαιμετοσεντόνι.Ματηνίδιαστιγμήένας
καθαρός, καθαρότατος θόρυβος,ένατικ‐τικ,έρχεταιμεςστηνύχτααπ'τομέροςτου
Κίτρινου.
—Τ'άκουσεςεπιτέλους; ψιθυρίζειστασκοτεινάηφωνήτηςΆρτεμης, και θαρρώ πως
τρέμει.Τ'άκουσες;
—Αχ,τ'άκουσα!μουρμουρίζωκ'εγ
ώμεταραχή.Τινα'ναι;
—Τασπαθιάξυπνούνε ,λέειεκείνη.
Ματότεξυπνά κ' ηΑνθίππη.Είναιημεγαλύτερηαδερφήμας,είναιωςδώδεκαχρονώκ'
είναιηδεύτερημητέραμας.Πάντατηςλέγαμεταμυστικάμας.
—Τιέχετεεσείςεκεί;ρωτάσιγανά.
—Ανθίππη,άκου! λέειηΆρτεμη,κ'ηφωνήτηςείναισαναγυρεύειβοήθεια.Τασπαθιά
ξύπνησανστοΚίτρινο! ΗΑνθίππηακούεικ'ύστεραλέειατάραχη:
—Ποντίκιαείναι,μηνκάνετεέτσι.Κοιμηθείτε!
Τηνακούμεπουγυρίζειαπ'τοάλλοπλευρόνακοιμηθεί,σαναμηνέγινετίποτα.
Σκεπάζουμαικ'εγώωςτοκεφάλι,ματαμάτιαδενκλείνουν.Οιθόρυβοι τουδάσους,της
γης,τωνζαρκαδιώνγίνουνταιένα,γίνουνταιηπαράξενημουσικήπουλέειγιατα
παραμύθια και για τα όνειρα,λέειγιαταταξίδιατωνπαιδιώνπουπάνεκαβάλασε
χρυσόψαραναβρούνετη«Ροδοπαπούδα»μετοάσπροφόρεμακαιτ'ασημένιαμαλλιάκαι
μετοΜεγάλοΔράκοπουφυλάειστηνπόρτατης. Τα σπαθιά καιταπιστόλιαστοκίτρινο
δωμάτιοδενείναιπιαάγριαπλάσματα,ξύπνησανμονάχαγιατίζήλεψαν,θέλουνκιαυτάνα
καβαλικέψουνταχρυσόψαρα,ναμηνείναικλεισμένακ'έρημα.Ανοίγουνσιγανάτηνπόρτα
της φυλακής τους, απλώνουνε τα χέρια και ξέρουν πως,κιανδενείναιχρυσόψαρο,ένα
μικρό καλό δελφίνι θα περιμένει να τα πάρει.Κ' ενώ τα χρυσόψαρα αρχίζουν το ταξίδι,
πλέοντας μες στον αγέρα,ακούγεταιπίσωτουςηφωνήτωνσπαθιών,πάνωστοδελφίνι,
πουικετεύουνε:
«Περιμένετενα'ρθουμε!Περιμένετενα'ρθουμεκ'εμείςστηΡοδοπαπούδα!»
«Ελάτε!»τουςλέειφιλικάτομικρόαγόριαπ'τοχρυσόψαρο.«Ελάτεκαισαςπεριμένουμε!»
……………………………………………………
ΤοάλλοπρωίηΑνθίππημερωτά:
—Ποιονπερίμενεςχτεςτηνύχτα;
—Εγώπερίμενακανέναν;
—Μαναι,κάποιονφώναζεςστονύπνοσουνα'ρθει.
Δεθυμούμαιπιατίποτακαιτηςλέωπωςθα'τανόνειρο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΔΕΥΤΕΡΟ
Περιστατικάμιαςπλημμύραςκαιτουφοβερούληστήπουλεγότανε
Λαζόεφφές.
Ο ΠΑΠΠΟΥΣ ήταν ένας μεγαλόσωμος άντρας, γεμάτοςυγείαπαρ'όλαταεβδομήντατου
χρόνια,κ'ήτανγενναίακαρδιά.ΌλητηζωήτουτηνπέρασεσταΚιμιντένια,μιασκληρήζωή,
ίσαμεπουν'αναστηθείτουποστατικό.Ωστόσοαπ'τηδύσκοληεκείνηζωήτομόνοσημάδι
που έμεινε ήταν βαθιές χαρακιές στο πρόσωπό του,τιποτ' άλλο. Στα γαλανά μάτια του
βασίλευεπαιδικήαγαθότητα,καισταχείλιατου,άμαγελούσε, έλαμπε η καλοσύνη του
κόσμου.Σ' έναν πιστό κιαγιά
1
είχεαναθέσειτηνκυβέρνησητουυποστατικού∙γι'αυτό
μπορούσεόλητημέραναείναιντυμένοςμετ'ακριβάταρούχατουαπότσόχα,ραμμέναμε
τηνπιοαυστηρήπαράδοσητωνΑϊβαλιωτώνβρακάδων.Είχεμιαναπερίγραπτηευαισθησία
στο ντύσιμό του,καιποτέςδεθυμούμαινατονείδααφρόντιστοόλατακαλοκαίριαπου
ζούσαμε κ'εμείςστοκτήμα.Δενήξερεδιόλουγράμματα,γι' αυτό τον βοηθούσε στους
λογαριασμούςηπιστήτουσυντρόφισσα,ηγιαγιάμου. Φαίνεται πως όλες οι γιαγιάδες
είναιτρυφερά πλάσματα,αλλάηδικήμουήταντοπιογλυκόκαιτοπιοήμεροπρόσωπο
μέσασ'όλεςτιςγιαγιάδεςτουκόσμου.Πέρασεμαζίμετονπαππούόλεςτιςπίκρεςκιόλες
τιςδυσκολίεςτηςζωής,είδεπλάιτουν'ανασταίνουνταιαπόχρόνοσεχρόνοταπαιδιά, τα
εγγόνια, τα δέντρα, τα κλήματα.Έναμεγάλομέροςαπ'τοέργοτούτοήτανέργοτης.
Ωστόσοκαισταβαθιάακόμαγεράματαοισχέσειςτηςμετονπαππού μας μένανε
βασισμένεςστοίδιοτυπικότωννεανικώντουςχρόνων.
—Στονπαππούσαςταχρωστάμεόλ'αυτά,μαςέλεγεκ'έδειχνεγύρωτης,μεμιακίνηση
πουέκλεινεμέσαστονκύκλοτηςτηγη,ταδέντρακ'εμάς.
Κιότανέμπαινεοπαππούς,έπρεπεπάντανασηκωθείπρώτηηγιαγιάνατονδεχτεί,πάντα
όρθια,όχιμονάχαγιαναμάθεισ'εμάςνατονσεβόμαστεμαεπειδήτοαισθανότανκαισα
δικότηςχρέος.
Τότε,ότανηγιαγιάσηκωνόταν,σηκωνόμαστεόλαταπαιδιάόρθια,τ'αδέρφιαμουκ'εγώ,
τρέχαμε
και φιλούσαμε τα χέρια του παππού ή του χαϊδεύαμε τα πόδια, ωςταγόνατα,
ίσαμεκειπουφτάναμε.Κ'εκείνοςχαμογελώνταςπερνούσεμεδυσκολίααπ'ανάμεσάμας,
σαναβάδιζεμέσασεκύματα,καιπήγαινεκατάτομέροςτηςγιαγιάςπου,όρθια,περίμενε
στοβάθος.
—Κάθισε,Δέσποινα,τηςέλεγεκαιτηχάιδευεστιςπλάτες,ενώστοπρόσωπότου
αχτινοβολούσεηχαράτουανθρώπουπουστάθηκεχρήσιμοςκαιπουηζωήτουδενπέρασε
ανωφέλευτηαπ'τηγη.
Τις καλοκαιρινές μέρες, όταν έπιανε να βραδιάζει, πήγαιναν πάντα και κάθονταν οι δυο
τους μονάχοι κάτω απ'τηδρυ,έξωαπ'τημεγάληπόρτα,στηνείσοδοτουυποστατικού.
Εκείβρισκότανέναςμικρόςπάγκος,ίσα‐ίσαγιαδυοπρόσωπα.Εκείκάθονταν.Μιλούσανσε
αραιάδιαστήματα,μεμεγάλεςδιακοπές,συντροφευμένοιαπ'τιςαναμνήσεις,καιταμάτια
τους πολύ σπάνια κοίταζαν χαμηλά. Έμεναν στηλωμένα, όμως χωρίς απληστία,χωρίςτην
ταραχή της νεότητας, ακουμπούσαν γαλήνια στα σύννεφα, στα δέντρα, στα Κιμιντένια.
Τότε,βαδίζονταςσιγά,μεδιάκριση,έρχονταναπ' τοπαρελθόνοιμνήμες.
1
Επιστάτης
Εκείνοςέλεγε:
—Θυμάσαιτότεςπουήρθετοπρώτοπαιδίμας;Ήτανηχρονιάπουπλημμύρισετοποτάμι.
—Αντοθυμάμαι,Γιαννακό;Πώςγίνεται!
Μένουν αρκετή ώρα σιωπηλοί.Καιτότετολίγοαγέριπουφυσάγυρίζεισετραμουντάνα
γερή,τ'άσπρασύννεφαπουταξιδεύουνγίνουνταιμαύρα θεόραταβουνάπουσκεπάζουν
τη γη κάτω απ'ταΚιμιντένια,είναινύχτακαιηθύελλαμαίνεται. Βρέχει,βρέχει
ακατάπαυτα.Στημικρήκάμαραόπουανάβειτοτζάκιμιακοπελίτσαβογκάσιγανά και
πνιχτάγιαναφέρει ένα παιδίστηζωή.Γύρωτηςπαραστέκουνεδυο‐τρειςγυναίκεςπου
δουλεύουνστοκτήμα,ενώοδυνατόςκιαλύγιστοςάντραςτηςπηγαινοέρχεταιέξωαπότην
πόρταμεμεγάλανευρικά βήματα.Ολοέναηνύχταπυκνώνει,κιολοέναηθύελλαγίνεται
πιοάγρια.
Τότεφτάνειτρομαγμένοςέναςπαραγιός, μούσκεμααπ'τηνεροποντή,μεθολάμάτια.
«Τοποτάμιπλημμυρίζει!»φωνάζει.«Θαμαςπνίξει!»
Ο νέος άντρας της κοπελίτσας κάνει να τρέξει,φωνάζειόλουςτουςπαραγιούςνα
προστατέψουντηγη—τόσονίδρο—ματηντελευταίαστιγμήδιστάζει.Πώςναφύγεικαιν'
αφήσειμονάχητηγυναίκατου,πουκειμέσαείναισεκίνδυνοετοιμάζονταςτογιοτου.Το
γιοτου!
«Πηγαίνετεεσείς!»λέει,τέλος,αποφασιστικάστουςανθρώπουςτου,κ
αιτουςδίνειοδηγίες
πώςναπαλέψουντονερό.«Εγώθαμείνω!»
Μαησυντρόφισσάτουκαταλαβαίνειτιγίνεται.Σφίγγειτονπόνομεςσταδόντιατης,κάνει
φοβερήπροσπάθειαναδείξειπωςησύχασεκαιστέλνειναφωνάξουνμέσατονάντρατης.
«Γιαννακό»,τουλέει,«εγώθ'αργήσω.Δενήρθεακόμαηώρατου.Τιγίνεταιέξω;»
«Τίποτα»,λέειεκείνος.«Λίγονερόρίχνει».
«Πήγαινε,Γιαννακό»,τουλέειγαλήνιακαιπειστικά «Ανέχειςκάτινακάμεις,πήγαινε.Εγώ
θ'αργήσω».
Κ'επειδήεκείνοςακόμαδίσταζε:
«ΓιαόνοματουΘεού!»τονικετεύει.«Τηγη!Τηγημας!»
Ο άντρας μεταπείστηκε,πήγε,δούλεψεόλητηνύχτασκληράμετουςανθρώπουςτου,
άνοιξανχαντάκια,διώξανετονερό.Τηναυγή,γυρίζοντας,μόλιςέφταξεέξωαπ'τηνκάμαρα
τηςγυναίκαςτουπρόσεξετιπαράξενησιωπήπουήτανκειμέσα. Άνοιξε απότομα την
πόρτα.Ό
λεςοιχωριανέςπουπαράστεκανβάλανμιαφωνήκ'ύστεραχαμήλωσανταμάτια,
φοβισμένεςγιαό,τιέμελλεναγίνει.Ηκοπελίτσα,ακίνητηστοκρεβάτιτης,τονκοίταξεμια,
εκστατικά,κ' ύστερα έγειρε το πρόσωπο,σφραγισμένοαπ'τηνοδύνη,στοπαιδάκιπου
κουκουλωμένοησύχαζεπλάιτης.
«Συχώρεσέμε»,τουψιθυρίζειταπεινά.«Είναικοριτσάκι».
Τότες ο άντρας κατάλαβε. Τρέχει κοντά, σκύβει απάνω απ' τη νέα γυναίκα του και τη
χαϊδεύειστοπρόσωπο.Ταματόκλαδάτουπαίζουναπ'τηνταραχή.
«Νατοδω;»λέειμονάχασαναγύρευετηνάδεια.
Ηνέαμητέραξεσκεπάζειτοπαιδάκιπουήρθεστηζωή.Οάντραςσκύβειστοάμορφο
μελανόπράμα,μένειέτσιγιαλίγοκ'ύστερατινάζεταιαπάνω.
«Άιντεναπείτενασφάξουντοάσπρομοσχάρι!»φωνάζειβροντεράστιςγυναίκες.«Δώστε
ναφάνεκαιναπιούνεόλοιοιζευγάδεςκ'οιταξιδιώτεςπουθαπεράσουν!Νατουςλέτε
πωςγεννήθηκεηκόρημου!»
Κ'ενώηνέαμητέρα,γυρεύονταςναβρεικαιναφιλήσειταχέριατου,άρχισενακλαίει
σιγανάαπόευγνωμοσύνη προςτονάνθρωποπουμπορούσεναείναιτόσοκαλός,εκείνος
έδινε στοπαιδάκι —τημητέραμου—τηνπρώτηστοργή, το σκέπαζε με προσοχή,όπως
έμελλεέπειτανατοσκέπεισ'όλητουτηζωή.
«Καιηγη; »μουρμούρισεεκείνημεςστουςλυγμούς.
«Όλαπήγανκαλά!Σύχασε»,τηςαποκρίθηκε.
.
—Είδες,Δέσποινα,είδεςπώςπέρασεηζωή;λέεισιγανάοπαππούςγυρίζονταςαπ'το
βύθισματωνχρόνων, ενώάγγιζεελαφράμετοχέριτουτοχέριτηςγιαγιάςμας.
—Ν
αι,Γιαννακό,ηζωήμουήτανκαλήκοντάσου,ψιθυρίζει εκείνη. Ήσουνα κορόνα και
χαράμου
—Έλα,έλατώρα,άφησέτααυτά,τηςχαμογελάευτυχισμένος.Εσύμεβοήθησεςπιοπολύ.
Εγώχρωστώσ'εσένα.
Ύστερααπόλίγο:
—ΤικαλάπουμαςέδωσεοΘεόςόλοκορίτσιαστηναρχή!λέειεκείνος.Έτσιδενήσουνακ'
εσύμονάχηκιαβοήθητησετούτητηνερημιά.
Πάλισελίγο:
—Τιήτανστηχρονιάπουμαςήρθετοδεύτεροπαιδί,ηΟυρανία;λέειπροσπαθώνταςνα
θυμηθείμεποιογεγονόςστοκτήμαήτανσυνδεμένοτοπαιδίαυτό,επειδήέτσιμονάχαοι
χρονολογίεςπαίρνανεγιακείνοννόημα, συνδεμένεςμετηνιστορίατηςγης.
—Μαδεντοθυμάσαι,αλήθεια; λέει απορώντας η γιαγιά.Ήτανηχρονιάπουκάηκαντα
δέντρα.ΤότεπουμαςήρθεοΛαζός.
—Α,ναι,ναι!ΤότεςπουμαςήρθεοΛαζός!Πώςέγινενατοξεχάσω;
Κάνεισανκάτιναθυμάται,κ'ύστερα:
—Έλα,πεςμουτώρα,φοβήθηκεςτότεςπολύε;τηρώτησεχαμογελώντας.
— Μα δε θυμάσαι;Το'μαθα σαν ήταν πια αργά, λέει εκείνη.Κ'ύστερα,ποτέμουδε
φοβήθηκαγιατονεαυτόμου.Μονάχαγιασένα
ΟΛαζόςήτανέναςφοβερόςληστήςΤούρκος,οτρόμος—σταπαλιότεραχρόνια—όληςτης
περιοχήςπουάρχιζεαπ'τηνΠέργαμοκαιπιοπέραακόμα,απ'τοΚιρκαγάτς,καιτέλειωνε
στονΑδραμυττηνόκόλπο. Η φήμη τον παρίστανε αφάνταστα σκληρό κι αιμοβόρο
άνθρωπο,χωρίςμπέσαμήτεγιατηφυλήτου,μήτεγιατουςχριστιανούς.Κιαφήρ—άπιστο
—τονλέγανόλοι,επειδήξέραν πωςσετέτοιοθεριόδεν μπορούσεναφωλιάζειπίστησε
θεό.
Τότες,έναμεσημέρι,ενώοιζευγάδεςξεκουράζοντανκάτωαπόταλιόδεντρακιοπαππούς
—νέοπαλικάρι—μαζίτους,είδαναπόμακριάνατρέχεικατάτομέροςτουςέναςβοσκός
τωντριγυρινώνβουνώνφωνάζοντας:
«ΠουείναιοΓιαννακό‐Μπιμπέλας;ΠουείναιοΓιαννακό‐Μπιμπέλας;»
Τουκάμανενοήματαναπάεικοντάκαιτότεςείδανεένανάντρακίτρινοαπ'τοφόβοπου,
καθώςείχετρέξειπολύ,έσταζεστονίδρο.
«Αφεντικό!»
λέειστονπαππού.«Αφεντικό!ΟΛαζός! »
«Λέγε,μωρέ!Τιτρέχει;»έκαμεκείνοςπροσπαθώνταςναφανείμπροστάστουςανθρώπους
τουατάραχοςαπ'τοαναπάντεχοάγγελμα.
Ο βοσκός τότες του είπε βιαστικά πως, ενώ καθόταν σ'έναψήλωμασταΚιμιντένιακαι
κοίταζε τα πρόβατά του, πετάχτηκαν ξαφνικά μπροστά του καμιά δεκαπενταριά νομάτοι
ίσαμεκειαπάνου,μεγένια,μεάγριαμάτια,μεσταυρωτάφυσεκλίκια,μεταμαρτίνιαστο
χέρι. Αφού τον ξετάσανε μ'επιμονήγιατοπόσοιάνθρωποιείναιστοτσιφλίκιτου
Μπιμπέλα,ανέχουνεάρματα,πόσαζωντανά και τιάλλοβιοςβρίσκεταικει,ανκείνεςτις
μέρεςείχανεφανείκαβαλαραίοιτουκουβέρνουκιάλλαπαρόμοια,οέναςληστής,που
φαινόταννα'ναιοαρχηγός,τουείπε:
«ΠάρεαυτόκαιπήγαινέτοστοΓιαννακό‐Μπιμπέλα!ΠεςτουπωςτοστέλνειοΛαζός,και
πωςοΛαζόςθαλημεριάσειτοβράδυστοκονάκιτου,καινα'χειέτοιμεςπεντακόσεςλίρες!
Ναστείλειάνθρωπότουμαζίσουναμεπάρει.Θαπεριμένουμεεδώ!»
Κ'έδωσεστοβοσκότομήνυμάτου,πουήτανφοβερήπροειδοποίησηγιατονπαππού:ένα
κόκκινο μαντίλι,πουστηνάκρητουτύλιξεκ'έδεσεέναβόλιαφούπρώτατοδάγκασε
σκληρά.
Έτσιμίλησεοβοσκός.
Ηταραχήπουέγινετότες,σ'α
υτάταλεγόμενα,ανάμεσαστουςζευγάδεςδελέγεται.Άλλοι
θέλαν να φύγουν στη στιγμή,επιχειρώνταςναφτάξουνκαινακρυφτούνκοντάστη
θάλασσα,άλλοιλέγανπωςέπρεπε ν'αρματωθούνκαιν' αντισταθούνεστοληστήκαιστη
συμμορίατουαφούπρώταστείλουνεάνθρωποστοΝτικελίναγυρέψουν βοήθεια.Ο
καθέναςέλεγετοδικότου.
«Έχουμεκαιγυναίκεςστοτσιφλίκι.Τιθαγίνουν;»θυμήθηκετότεένας.
«Κ'ηγυναίκατουαφεντικούστηνκατάστασηπουβρίσκεται.ΙΙώςγίνεται!»είπεέναςάλλος,
θυμίζονταςπωςμόλιςχτεςηκυράτουςείχεφέρειστονκόσμοτοδεύτεροκοριτσάκιτης,την
Ουρανία,κ'ήτανσεκακήκατάσταση.
Τότεςοπαππούς,πουόληκείνητηνώρασώπαινε,μιαγιαναβρεικαιρόνασκεφτείκαιν'
αποφασίσειγιατοτιήτανσωστόνακάμεικαιμιαγιαναμηδείξει λιποψυχία μπροστά
στουςανθρώπουςτου,σηκώνειταμάτιατου,ταφέρνειβόλτασ' όλουςτουςζευγάδεςέναν
‐έναν,κ'ύστερα,στρέφονταςστοβοσκό,λέειμετόνοαποφασιστικό:
«Θα γυρίσεις πίσω μ' έναν άνθρωπο δικό μου. Θα πεις στο Λαζό πως στο κονάκι του
Γιαννακό‐Μπιμπέλακάθεπεραστικόςθαβρειφαγίναφάεικαιτόπονακοιμηθεί.Λοιπόν,
ανθέλει,αςορίσει.Όσογιατιςπεντακόσεςλίρες,δεντοέχωτοποσόπουγυρεύει.Μπορώ
νατουστείλωμοναχάεκατό.Καιτουτιςστέλνωμετονάνθρωπόμου.Άλλεςδενέχω».
Έτσικ'έγινε.Οβοσκόςέφυγεμετονκιαγιάτουτσιφλικιού.Οήλιοςχαμήλωνεολοένα.Οι
ζευγάδες,οιγυναίκες,όλοιγυρίσανεαπ'τηδουλειάτους.Οπαππούςπαράγγειλεαυστηρά
ναμηφτάξειτίποτααπ'τανέαίσαμετ'αυτιάτηςγυναίκαςτου,τηςνέαςμητέρας.Γ
ι'αυτό
όλοι μιλούσανε με κατεβασμένη φωνή,κάνανεπαρέες‐παρέεςμεςστηναυλήκαιτα
λέγανε. Οι άντρες ήταν ανήσυχοι και φοβισμένοι και συζητούσανε εμπιστευτικά την
απόφασητουαφεντικού τουςναμην αντισταθεί. Άλλοιλέγανπως δενέκανεκαλά.Άλλοι
λέγαν πως «τι θα 'πρεπε να γίνει;ν'αποφασίσειτηγυναίκατουστηνκατάστασηπου
βρίσκεται;»Γιακείνηνπήρετηναπόφασηπουπήρε,έτσισυμπεραίνανε.
Οιεργάτισσες,όλααυτάακούγοντας,προπάντωνοινέεςκοπέλες,τρέχανεαπόδωαπόκει,
απ'τονένανόμιλοτουςάντρεςστονάλλο.Ταμάγουλάτουςήτανξαναμένακαισταμάτια
τουςάστραφτεηταραχήτηςαρσενικήςπεριπέτειας.
«Τιθαγίνει;Τιείναιναγίνει;Αχ!Μπαςκαιγίνεισκοτωμόςεδώ!Μπαςκαιμαςπάρουνε!»
Απόκαιρόσεκαιρόκάποιαπεταγότανστημεγάληπόρτατουυποστατικού,έριχνεμια
ματιά έξω,έβαζετοχέριτηςαντήλιοκαικοίταζεψηλάκατάταΚιμιντένια,ενώοιάλλες
μέσατηνπερίμενανμεαγωνία.
«Τίποταακόμα;»
«Τίποτα!»
«Αχ!»
Αναστενάζανε,μακανέναςδενήξερεναπειαπότιβάροςαλαφρώνονταν,ανήταναγωνίαή
ηαπελπισίατηςαναμονής.
Ώσπουτέλος,μιαγυναίκαδεβάσταξεκιάρχισενακλαίειξεφωνίζοντας:
«Αχπια,α
ςέρθουν! Ό,τιείναιναγίνειαςγίνει!Αςέρθουννατελειώνουμε! »
Βράδιασε.Ηνύχτακατέβαινεσταδέντρα,στουςανθρώπους,κ'έβαλεστηνταραχήτης
καρδιάςτουςνέοβάρος: το σκοτάδι. Πολλοί, αποκαμωμένοι πια, μπήκαν και ξάπλωσαν
στουςοντάδεςτους,φουμέρνονταςτατσιγάρατουςτοέναπάνωστ'άλλο, ενώοιγυναίκες
κάθοντανέξωκαιξαγρυπνούσανμεανοιχτάμάτιακάτωαπ'ταάστρα,μετουςπόρουςτων
κορμιώντουςόλουςανοιχτούς.
Ησυχίαπολλήήταν.Ψηλά, στην αυστηρή θεότητα τουτόπου,σταΚιμιντένια,έναμεγάλο
δέντρο δίψασε.Σαλεύειτιςρίζεςτουαργά,προςταδεξιά,προςταζερβά,τιςτεντώνει
γυρεύοντας να πιει. Τα σκουλήκια ξυπνούν απ' τον ύπνο τους. «Τι είναι;» λέει το ένα.
«Τίποτα»,αποκρίνεταιτοάλλο.«Τοδέντροδίψασε».Γυρίζουναπ'τηνάλληνακοιμηθούν,
ότανξυπνάτοχώμα. «Τιγίνεταιδω;»ρωτάκ'εκείνο. Μόλις όμως δει τις ρίζες στον
απελπισμένοτουςαγώνα,καταλαβαίνεικαιχαμογελάστοργικά.«Θασουφέρωνερό»,λέει
στοδέντρο.Σαλεύειτοχώμα,φέρνεινερόαπ'τημυστικήκρύπτηόπουφυλάγεταιγιατη
δύσκολη ώρα,καιτοδέντροπίνει.Τηνίδιαστιγμή,στηνεπιφάνεια,μιαμεγάληπέτρα
σάλεψεαπ'τηνταραχήτηςγης,έχασετηναταραξίατης,κύλησελίγο.
Αυτάγίνοντανψηλά,καιταΚιμιντένιαάκουγανατάραχα.Ατάραχαάκουγανκιό,τιγινόταν
χαμηλά,κάτωαπ'τησκέπητους,ανά
μεσαστουςανθρώπους.
«Ακόμα τίποτα;»ρωτούσανεοιζευγάδεςμέσααπ' τους οντάδες τους, και τα μάτια τους
ήτανθολάκαικόκκινα.
«Ακόματίποτα!»αποκρίνονταναπέξωοιγυναίκες. «Αχ,ακόματίποτα!»λέγαν,κ'ηφωνή
τουςέδειχνεπωςπιαείχανφτάξειστοτελευταίοόριο, δε θα μπορούσαν να βαστάξουν
άλλοκαιναπεριμένουν.
Όταντρέμοντας,συγκινημένηαντήχησεηφωνή:
«Ακούστε!Ακούστε,λοιπόν!»
Υπόκωφος,όμωςπολύκαθαρόςερχότανοπαράξενοςκρότος.
«Άλογαδενείναι;»
«Μαναι!Είναιάλογα!Αυτοίείναι!Έρχουνται!Έρχουνται!»
Όλοιπετάχτηκαναπάνω,βγήκαναπ'ταγιατάκιατους.Ηταραχήσπίθιζεμεςστοφρούριο
που περίμενε να κατακτηθεί.Ειδοποιήσανεμετρόποτονπαππού,πουήτανκοντάστη
γυναίκατου,καιτονκαλέσανεέξω.
«Τιείναι;»τονρώτησεεκείνη.
Τηςχαμογέλασεφιλικά:
«Ένακαινούργιομοσχάριμαςέρχεται.Γεννάηάσπρηγελάδα».
Βγήκε
έξω.Ηέκφρασήτουάλλαξεμονομιάς.Έγινεαυστηρήκιαλύγιστη. Παράγγειλε σε
δυο ανθρώπους του ν'ανάψουνδαδιάκαιναπεριμένουνστημεγάληπόρτα.Ύστερα
παράγγειλεσ'όλουςτουςζευγάδεςκαιστιςγυναίκεςπουτριγυρνούσανμεςστηναυλή:
«Ναμπουνόλοικαινακλειστούνεστουςοντάδεςτους!Κανέναςδεθαβγειόξωανδεντο
διατάξωεγώ!»
Δενπέρασεπολλήώρακαιοιληστέςεπιτέλουςφτάξανε.Ξεπεζέψανέξωαπ'τημεγάλη
πόρτα. Οι μισοί μείνανε κει να φυλάνε, κι ο Λαζός με πέντε συντρόφους του προχώρησε
στουςανθρώπουςμεταδαδιά.
«Πουείναιοαφέντηςσας;»είπεάγρια.
Τρέμοντας του είπαν πως τον περιμένει.Και,πέφτονταςμπρος,άνοιξανκαιφώτισαντο
δρόμο που πήγαινε κατά την ξύλινη σκάλα.Οιγυναίκεςτότεςκ'οιζευγάδες, κρυμμένοι
πίσωαπ'τακαγκελωτάπαράθυρα,είδανστιςφλόγεςτωνδαδιώνέναψηλόνέοπαλικάρι,
που πήγαινε πρώτο,μελίγοξανθόμουστάκι,μεψημένοαπ' τον ήλιο πρόσωπο.Μια
κόκκινημαντίλατύλιγετοκεφάλιτου, στα στήθια του σταυρωτά ήταν δυο σειρές τα
φυσεκλίκια,έναπιστόλικ' ένα μαχαίρι με ασημένια κάμα στη ζώνη του,καιτομαρτίνι
κρεμασμένοστονώμοτου.Περπατούσεάφοβαμεμεγάλαβήματαπίσωαπ'ταδαδιά.Και
πίσωτουέρχοντανταπαλικάριατου.
Οπαππούςτονπερίμενεστησκάλα:
«Καλωσόρισεςστοσπιτικόμου,Λαζό‐εφφέ!»
«Εσύ'σαιοΓιαννακό‐Μπιμπέλας;Καλώςσεβρήκα!»αντιχαιρέτησεοληστής.
Οπαππούςτουςοδήγησεστονοντά,όπουσ'έναχαμηλόστρογγυλόσοφράήτανέτοιμοτο
φαγί.
Οαρχιληστήςκάθισεπρώτοςστονξύλινοσοφά,τονχτισμένοστοντοίχο.Απ'τημιακιαπ'
την άλλη,πλάιτου, καθίσανε τα παλικάρια του. Κοίταξε γύρω του εξεταστικά,κ'ύ
στερα
στήλωσεταμάτιατουστονπαππού.
«Πουείναιοιάνθρωποίσου;»τουλέει.
«Όλοιείναισταγιατάκιατους».
«Τ'άρματάσαςπουείναι;»
«Εδώμέσαδενέχειάρματα»,αποκρίνεταιγαλήνιαοπαππούς, αποφεύγοντας να δώσει
καθαρήαπάντηση.
ΟΛαζόςέριξεμιαματιάστουςγυμνούςτοίχους,ύστεραδιατάζειστουςδικούςτου:
«Ψάξτετον!»
Τονψάξαν.Δενείχεαπάνωτουτίποτα.Ήτανολότελαξαρμάτωτος.
«Καλά!»λέειοΛαζός.
Σελίγο:
«Μ'έχειςακουστάεμένα,τσορμπατζή;»λέειστονπαππού.
«Σ'έχω.Όλοςοτόποςεδώσ'έχειακουστά».
«Λοιπόν,θαξέρειςπωςολόγοςμουδενέχειδεύτερολόγο.Σουμήνυσαπωςθέλωαπό
σέναπεντακόσεςλίρες.Γιατίδεντιςέστειλες;»
Απότοματοβλέμματουέγινε σκληρό.Τοκάρφωσεαπάνωστονπαππού.Απορούσεςπώς
μπορούσεσ'εκείνοτοσχεδόννεανικόπρόσωποναξυπνήσειτέτοιαματιά.
«Κ'εμέναολόγοςμουείναιλόγοςίσιος»,αποκρίνεταιατάραχοςοπαππούς.«Δεντοέχωτο
ποσόπουμουγύρεψες.Ηγημουδενείναικαλήγη,κιαυτόπουσουέστειλαείναιμε
πολύνίδροβγαλμένο.Αυτόείχα».
Πάλιοιματιέςάστραψαν.
«Θα το δούμε!»είπεοΛαζός,κ'έναπαράξενοχαμόγελοφλογισμένοαπόσαρκασμό
φάνηκεσταχείλιατου. «Όμως ξέρε το,Γιαννακό‐Μπιμπέλα:έτσιδεμουμίλησανεμένα
πολλοί!»
«Ό,τι λογαριάζεις σωστό,κάμετο»,λέειεκείνοςδιατηρώνταςτηνπαγερήαταραξίατου.
«Είχα ανθρώπους να σφαλήξω την πόρτα μου και να σε βαστάξουμε όξω.Όμωςδεντο
'καμα.Γιατί »
Έκαμεναμιλήσειγιατηνκατάστασητηςγυναίκαςτου, ματονόμισεντροπή.Αλαφρά,μόνο,
έτρεμετοχείλιτου.
«Γιατί;»ρώτησεοληστής.
«Τίποτα.Έτσιτοείπα».
Κ'ύστερα,σελίγο,πρόσθεσε:
«Στοκονάκι
μουδενπέρασεάνθρωποςπουναγυρέψειψωμίκαιναμηντουδώσουν».
Μερεύονταςτηφωνήτου:
«Αςφάμεψωμί»,λέειστοΛαζό.
Καισηκώθηκεμετούφοςτουανθρώπουπουπρέπειναπεριποιηθείτουςκαλεσμένουςτου.
«Καλωσορίσατε»,είπεπάλι,κ'έβαλεπρώτοςστοστόματουψωμί.
Στοτραπέζιήτανένααρνίψημένο,αυγά,τυρί,κρασίκαιμέλι.Οπαππούςάγγιζεμόλιςτο
φαγίκαιτοπιοτό.Κερνούσετουςξένους.Κ'εκείνοι,πεινασμένοικαθώςήταν,ξέχασαν σε
λίγοολότελαπωςβρισκότανκιαυτόςεκεί.Τρώγανεκαιπίνανεσαδράκοι, κουβέντιαζαν
συναμεταξύ τους,γελούσαν, φώναζαν.Μιαστιγμήένας,βλέπονταςτονπαππού,σανα
θυμήθηκετότεμόλιςτηνύπαρξήτου:
«Που να ξέρεις τι σε περιμένει,ουλάν!»είπεκαγχάζοντας, κι όλοι οι σύντροφοί του
γέλασαν.«ΠουναξέρειςτοΛαζό‐εφφέ!»
Πέρασεακόμαπολλήώρα. Ήταν πια φανερό πως όλοι οι ληστές είχαν μεθύσει.Τότεςτο
ξανθόπαλικάρι,οΛαζό‐εφφές,πήρεένασκοπό:
«Από μακριά,απ'τ
αβάθητηςΑσίας,απόψηλάγυμνάβουνάκατεβαίνειτοκοπάδιοι
λύκοι.Κινούνεπροςταχαμηλά,γιατηνπεδιάδα,γιαταμέρητηςθάλασσας,ναφάνε.
Περνάνεαπόχώρασεχώρακαιτηρημάζουνε,μαναχορτάσουνδενμπορούν.Ταδέντρα
και τ'αγρίμιαόλατουςλένε:«Τραβάτεχαμηλά!Τραβάτεχαμηλά για τη θάλασσα!»Κ'οι
λύκοι όλο φεύγουν. Περνούνε την Αρμυρή Έρημο,ψυχήδεβρίσκεταικει. Μονάχα ένα
παραστρατημένο πουλί βρίσκουν,καιτορωτούνναμάθουν: «Που είναι η θάλασσα;»
«Τραβάτε χαμηλά!Τραβάτεχαμηλά!»τουςλέειτρομαγμένοτοπουλίκαιχάνεται.Η
θάλασσα!Τινα'ναι,άραγες, αυτός οτόποςτουνερού όπου όλατρέχουννα φτάξουν,τα
ζωντανάκαιταπουλιάκ'οιάνθρωποιπουπείνασανσταγυμνάβουνά;Πέρασανοιλύκοι
τηνΑρμυρή Έρημοκαιμπήκανσεμεγάλοδάσος.Εκεί,στηνκουφάλαενόςδέντρουόπου
είχεαποτραβηχτείγιαναπεθάνει,βρήκανέναγέρικοελάφι.Τουλένε:«Πεςμας,εσύ,που
τόσοστηζωήσουέτρεξες,πεςμαςγιατηθάλασσα.Αργείακόμαναφανεί;»Καιτοελάφι,
πουέζησεπολύσταδάση,μονάχασταδάσηέζησε,κ'είδεόλαταελάφιατηςφυλήςτουνα
γεννιούνταικαιναπεθαίνουνκάτωαπ'ταμεγάλαδέντρα,τουςαποκρίθηκε:«Ποτέςσαςδε
θα φτάξετε στη θάλασσα!Ποτέςσαςδεθαφτάξετε!»Τότε,μεάγριοβογκητό, οι λύκοι
γείρανεστηγηκιάρχισαννακλαίνετημοίρατους,νακλαίνετηνερημιάτους,επειδήπια
το ξέρανε πως ποτές δε θα φτάξουνε στη θάλασσα,πωςηθάλασσαδενείναιγιατους
λύκους».
Ήταν
ένα παράξενο θλιβερό τραγούδιτουξεπατρισμούκαιτηςερημιάς, πλημμυρισμένο
απόκαημόκιαπόπάθοςπουδενικανοποιήθηκε,αυτότοτραγούδιτωνλύκων.Έναπικρό
πέπλοσκέπασεταμάτιατωνληστώνόσοτοτραγούδιξετυλιγόταν,ηκαρδιάτουςχτύπησε,
χτύπησε,ίσαμεπουσύχασε.Καιτότεηλύπηήρθεκαικάθισεαπάνωτης.Οισκληρές
γραμμές χάθηκαν απ'ταπρόσωπα,ταχέριαμετιςφουσκωμένεςφλέβεςπέσανε,σιγά‐
σιγάπορευότανκ'έφτανεμέσατουςηώρατουανθρώπου.
Τότε,σ'εκείνητηνκρίσιμηστιγμή,ακούστηκεαπόμέσα:Ερχότανεπίμονο, μονότονο,χωρίς
διακοπή, το παράπονο.Έναμωρόέκλαιγεμετηνψιλήδιαπεραστικήφωνήτου,τόσο
αδύνατη,τόσοαδύνατη.Μεςστηνατμόσφαιραμετουςλύκους,μεςσταφυσεκλίκιακαιστ'
άρματα,μεςστηναρσενικήμυρουδιάτωνλερώνκορμιώνερχόταναπίθανηηνέαφωνήνα
πειπωςυπάρχει,ναικετέψει.
Πρώτοβρήκεκαιχτύπησεηφωνήτοξανθόπαλικάρι,τοΛαζό‐εφφέ.Έπαιξεταμάτιατου,
σανα'θελεναβεβαιωθεί πωςάκουσεκαλά,ύστερακοίταξε τους συντρόφους τουσανα
γύρευεαπ'αυτούςναμάθει,ύστερακοίταξετονπαππού.
«Τιείν'αυτό;»λέειτέλοςξαφνιασμένος.
Οπαππούςτονκοιτάζεισοβαράμεςσταμάτια.
«Χτεςγ
εννήθηκε»,τουαποκρίνεται.«Είναιηκόρημου.Ημάνατουείναιάρρωστηβαριά».
Το ψιλό αδύνατο παράπονο περνούσε τους τοίχους κ' ερχόταν ολοένα πιο επίμονο,πιο
ικετευτικό.Γιαμιαστιγμή,σιωπήθανάτουέγινεμεςστουςληστές.ΏσπουτέλοςοΛαζός
τινάζεταιαπάνω,χύνεταιστονπαππούκαιτοναρπάαπ'τηνπατατούκατου,τινάζοντάςτον
δυνατά.
«Γιατίδεμουτο'πεςαυτό,ουλάν;Γιατίδεμουτοπες;»ούρλιαζε.
Σα να τον είχε πιάσει ξαφνικό κακό,χτυπούσεταποδάριατουστοπάτωμα,χτυπούσετα
χέριατουσταστήθιατου.Ταβόλιασταφυσεκλίκιαχτυπούσαντοέναπάνωστ'άλλο.
«Γιατίδεμουτο'πεςαυτό,ουλάν;»βογκούσεολοένα,σανατονείχαναναγκάσεινακάμει
μιαφοβεράάναντρηπράξη.