Tải bản đầy đủ (.pdf) (274 trang)

e dialektike tou polemou (ethne-taxeis-p - demetres demoules

Bạn đang xem bản rút gọn của tài liệu. Xem và tải ngay bản đầy đủ của tài liệu tại đây (7.06 MB, 274 trang )

ΕΘΝΗ -ΤΑΞΕΙΣ-Π0ΛΙΤ1ΚΗ
Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
1995 Εκδόσεις Κριτική
Κωλίττη 25, 106 77 Αθήνα
Τηλ: 3836460,3302729, FAX:3839434
ISBN 960-218-090-0
ΣΕΙΡΑ ΕΘΝΗ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ, ΙΣΤΟΡΙΑ
Δημήτρης Δημούλης - Χριστίνα Γιαννούλη
ΕΘΝΗ - ΤΑΞΕΙΣ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Βραβείο Διαγωνισμού «Σάκη Καράγιωργα» 1992
Εκδόσεις Κριτική
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Πρόλογος 9
Εισαγωγή 11
1. Η συγκυρία «καθολικής εθνικοποίησης» του πολέμου

19
1.1. Τα δεδομένα της συγκυρίας
19
1.2. Μαρξιστικός αντίλογος; 22
2. Οι δυϊσμοί του πολέμου (τεχνική και φιλοσοφία)

25
3. Ειρήνη και ελευθερία. Η νομική λογική 27
3.1. Η ειρηνιστική προσέγγιση και τα προβληματικά στοι
χεία της 27


3.2. Καντ και Τόμσον. Η ειρήνη ως «νομικό» και «καθολικό»
αίτημα 33
3.2.1. Η «διηνεκής ειρήνη»

33
3.2.2. Ο «εξοντωτικός» πόλεμος

38
3.3. Οι «φίλοι των εθνών» και το αίτημα αυτοδιάθεσης

43
3.4. Τα αδιέξοδα της νομικής λογικής και η ιστορική ανάλυ
ση 45
4. Carl von Clausewitz. Η πολιτική ενότητα του πολέμου

51
4.1. Η παρέμβαση του Κλάουζεβιτς

51
4.2. Από τον απόλυτο στον «πολιτικό» πόλεμο

55
4.3. Οι κατευθύνσεις μαρξιστικής πρόσληψης και κριτικής
του Κλάουζεβιτς 57
5. Ο πόλεμος ως ταξική πολιτική 59
5.1. Για την έννοια της πολιτικής 59
5.2. Η τεχνική του πολέμου
71
5.3. Ο διττός πόλεμος 76
5.4. Η ταξική πάλη στον πόλεμο 77

5.5. Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος 79
5.6. Η πολιτική οπτική του πολέμου 84
6. Παρέκβαση: Η απόλυτη εχθρότητα και οι απολογητικές απο
ρίες του Carl Schmitt 87
8
Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ
6.1. Η έννοια της κριτικής προς τον Σμιττ

87
6.2. Η πολιτική ως πόλεμος
89
6.3. Ο Σμιττ ως θεωρητικός του αυταρχισμού 95
7. Η μαρξιστική θεωρία για το έθνος και τα αίτια των πολεμικών
συγκρούσεων 99
7.1. Η έννοια και τα «κενά» της θεωρίας Η)0
7.2. Τα θεωρητικά πλαίσια 107
7.3. Οι προσεγγίσεις του εθνικού προβλήματος στις αρχές του
20ού αιώνα 109
7.3.1. Η αυστρομαρξιστική προσέγγιση

110
7.3.2. Ο «αριστερισμός» για το εθνικό ζήτημα

112
7.3.3. Η «γλωσσική-κρατική» προσέγγιση

114
7.4. Το έθνος ως διαδικασία. Η παραγωγή της εθνικής ταυ
τότητας 122
7.5. Προαστικές εθνότητες και εθνικές μειονότητες


129
7.6. Η λειτουργία του εθνικού κράτους

139
7.7. Υπέρβαση του εθνικού κράτους; Η ευρωπαϊκή ενοποίηση 147
7.8. Το εμπόλεμο έθνος
154
7.9. Η πολιτική ισχύς του έθνους 169
8. Ο μαρξισμός ως κοινωνικός ειρηνισμός 183
8.1. Η κριτική στο μιλιταρισμό και η θεώρηση του αντιμιλι
ταρισμού 183
8.2. Πολιτοφυλακή; 191
8.3. Ο κοινωνικός ειρηνισμός (ουσιαστική εξειρήνευση και
διεθνής αλληλεγγύη) 199
9. Παρέκβαση: Η ειρήνη δια του δικαίου; (Το σχήμα του D.
Senghaas, ένα παράδειγμα έκφρασης του θεσμοκρατικού ειρη
νισμού) 209
10. Δίκαιος πόλεμος; 215
10.1. Η έννοια «δίκαιος πόλεμος» και τα προβληματικά στοι
χεία της 215
10.2. Η χρήση της έννοιας «δίκαιος πόλεμος» ως κριτηρίου α
ξιολόγησης των πολεμικών συγκρούσεων 219
11. Ο αναγκαίος πόλεμος και το επαγγελλόμενο τέλος του 233
11.1. Το πνεύμα των καιρών και η μαρξιστική υπόσχεση

233
11.2. Το τέλος του πολέμου ως επιμέρους υπόσχεση

239

Επίλογος: Η ειρήνη
247
Βιβλιογραφία 249
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η παρούσα μελέτη έχει ως αφετηρία μια εισήγηση στο Γ' πανελλήνιο
συνέδριο «Προβλήματα Σοσιαλισμού» (Χανιά, Ιούνιος 1991) που οργανώ
θηκε με πρωτοβουλία της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαν-
νίνων και θέμα «Το πρόβλημα του πολέμου και της ειρήνης στο τέλος του
20ού αιώνα». Μια πρώτη κωδικοποίηση αναλύσεων και συμπερασμάτων
δημοσιεύθηκε το 1992 στο περιοδικό θέσεις (τεύχη 38, 39,40). θα θέλαμε
να ευχαριστήσουμε τους διοργανωτές του Συνεδρίου για την ευκαιρία που
μας έδωσαν να παρουσιάσουμε τη βασική προβληματική καθώς και τη Συ
ντακτική Επιτροπή του περιοδικού θέσεις που φιλοξένησε την αρχική
μορφή της εργασίας μας.
Σε ανεπτυγμένη μορφή η μελέτη υποβλήθηκε στο διαγωνισμό που προ
κήρυξε το 1992 το Ίδρυμα «Σάκη Καράγιωργα» και το σωματείο «Φίλοι
του Ιδρύματος Σάκη Καράγιωργα» για επιστημονικές μονογραφίες και
διεπιστημονικές εργασίες που ερευνούν, όπως αναφερόταν στην προκήρυ
ξη, «την οικονομική, πολιτική και κοινωνική διάσταση του κράτους στους
σύγχρονους κοινωνικούς σχηματισμούς». Στο διαγωνισμό αυτόν η παρού
σα μελέτη έλαβε το Δεύτερο Βραβείο. Σε σχέση με το κείμενο που υπο
βλήθηκε στο διαγωνισμό έχουν γίνει εδώ εκτεταμένες προσθήκες και έχει
διευρυνθεί η βιβλιογραφική ενημέρωση.
Για την ανάγνωση διαδοχικών μορφών του χειρογράφου και τις παρα
τηρήσεις που επέτρεψαν τη διευκρίνιση πολλών ζητημάτων, τη διόρθωση
απόψεων και τη διεύρυνση της προβληματικής —ιδίως σε σχέση με τη
θεωρία του έθνους—, ευχαριστούμε θερμά τον Γιάννη Μηλιό. Για την
ανάγνωση του τελικού κειμένου, τις παρατηρήσεις του και τη γλωσσική
επιμέλεια ευχαριστούμε τον Στέργιο Δημούλη. Οι ατέλειες θα ήταν πολύ
περισσότερες χωρίς την πολύτιμη βοήθειά τους.

Τέλος οφείλουμε ιδιαίτερες ευχαριστίες στις Εκδόσεις Κριτική και την
κυρία θέμιδα Μίνογλου που ανέλαβαν την έκδοση της μελέτης.
Ιανουάριος 1994 Δ. Δημούλης — Χρ. Γιαννούλη
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο πόλεμος είναι ένα σύμπλεγμα δραμάτων και καταστροφών για το οποίο
οι περισσότεροι αποφεύγουν να μιλήσουν πέρα από το επίπεδο των δυσά
ρεστων αναμνήσεων. Πολύ περισσότερο που μετά τον Β' Παγκόσμιο Πό
λεμο επικράτησε στις «ανεπτυγμένες» χώρες η αντίληψη ότι ζούμε σε
εποχή ειρήνης. ΓΓ αυτό και η λεγόμενη κοινή γνώμη αντιμετωπίζει τις
πολεμικές συγκρούσεις των τελευταίων ετών με ένα μείγμα αδιαφορίας και
ενόχλησης και αποδέχεται σχεδόν ασυζητητί τις ένοπλες παρεμβάσεις
των Μεγάλων Δυνάμεων σε διεθνείς συγκρούσεις ως αναγκαίες για την
«επάνοδο της ειρήνης», με την ελπίδα του ταχύτερου δυνατού τερματισμού
τους με τις λιγότερες δυνατές απώλειες.
Η ιδεολογική εικόνα για μια «μεταπολεμική» εποχή ειρήνης (ή έστω
«ψυχρού πολέμου») είναι ωστόσο απατηλή. Από το τέλος του Β' Παγκό
σμιου Πολέμου ως το 1984 διεξήχθησαν στον πλανήτη 159 πολεμικές
συγκρούσεις (Gantzel et al. 1987, σελ. ΙΟΙεπ.). Μέχρι το 1992 οι πόλεμοι
ανήλθαν συνολικά στους 180, εκ των οποίων οι 44 εξακολουθούσαν να
διεξάγονται (Wasmuht 1992, σελ. 11). Αντί άλλου στοιχείου, ας αναφερ
θούν οι καταστροφικές επιπτώσεις των πολέμων στο κατ ’ εξοχήν τμήμα
του «άμαχου» πληθυσμού, στα παιδιά: «Εδώ και δέκα χρόνια έχουν σκο
τωθεί σε πολέμους πάνω από 1,5 εκατομ. παιδιά και έχουν τραυματισθεί
5 εκατομ. Οι πόλεμοι μετέτρεψαν πέντε εκατομ. παιδιά σε πρόσφυγες και
άλλα δώδεκα εκατομ. σε “πρόσωπα που εγκαταλείπουν τον τόπο κατοι
κίας” ( ) Υπολογίζεται ότι υπάρχουν σήμερα 200.000 παιδιά-στρατιώτες»
(Langellier 1993, σελ. 8).
Η ποσοτική πλευρά δείχνει την κρισιμότητα του ζητήματος. Αν όμως
ο πόλεμος είναι σήμερα οτιδήποτε άλλο εκτός από «ξεπερασμένος» (και

η ύπαρξη στρατών και πολεμικής απειλής είναι πιεστική ακόμη και στις
«εξειρηνευμένες» ζώνες), η μελέτη των πολεμικών συρράξεων και η ανά
λυση των στρατηγικών για την αποτροπή μελλοντικών συγκρούσεων α-
12
Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ
ποτελεΐ επιτακτική ανάγκη. Τα δυσάρεστα φαινόμενα δεν μπορούν να
εξαλειφθούν με τη σιωπή γύρω από αυτά ή με την έκφραση ευσεβών
πόθων.
Ο τίτλος της εργασίας επισημαίνει τη διαλεκτική ειδικού-γενικού που
αποτελεί βασική μεθοδολογική επιλογή της ακόλουθης ανάλυσης. Αντί
εισαγωγής θα παρουσιάσουμε εδώ τέσσερα σημεία εκδήλωσης της διαλε
κτικής αυτής, τα οποία εκφράζουν τους βασικούς άξονες προβληματισμού
και διευκρινίζουν το αντικείμενο μελέτης.
Η σύνδεση ειδικού-γενικού εντοπίζεται εν πρώτοις στη θεματική οριο-
θέτηση της έρευνας. Πρόκειται για εργασία που έχει ως αντικείμενο τη
φιλοσοφική και κοινωνιολογική ανάλυση του πολεμικού φαινομένου στις
σημερινές (αστικές) κοινωνίες. Με τη φιλοσοφική θεώρηση του πολέμου
συνδέονται ωστόσο αξεδιάλυτα τα «τεχνικά» και ιστορικά στοιχεία εξέ
λιξης των πολεμικών συγκρούσεων. Τα στοιχεία αυτά καθορίζουν τη μορ
φή με την οποία αντιλαμβανόμαστε σήμερα τον πόλεμο ως κοινωνική
λειτουργία και την τοποθέτησή μας απέναντι στις συγκεκριμένες εκδηλώ
σεις του (Κεφ. 2). Για το λόγο αυτόν, η ιστορική και η τεχνική διάσταση
αποτελούν τη βάση για την προκείμενη ανάλυση του πολέμου —και το
θεμέλιο της κριτικής που ασκείται σε προταθείσες ερμηνείες. Από μεθο
δολογική άποψη, η σύνδεση των επιπέδων ανάλυσης αποτελεί ένδειξη του
ότι κάθε μελέτη για τον πόλεμο οφείλει να λαμβάνει ταυτόχρονα υπόψη
τις ποικίλες οπτικές γωνίες εξέτασης του φαινομένου —αντιμετωπίζοντας
τις δυσχέρειες που δημιουργεί η ευρύτητα του εγχειρήματος.
Η διαλεκτική ειδικού-γενικού αποτελεί κατευθυντήρια γραμμή και για
την πρόσληψη του πολεμικού φαινομένου. Η παρούσα προσέγγιση τοπο

θετείται στους αντίποδες της ουσιοκρατικής αντίληψης που κυριαρχεί
στις περισσότερες αναλύσεις. Η ουσιοκρατική αντίληψη των κοινωνικών
φαινομένων θεμελιώνεται, όπως είναι γνωστό, στην υπόθεση ότι υπάρχει
συνέχεια ή έστω ότι υπερισχύουν τα κοινά στοιχεία στις διαδοχικές ιστο
ρικές εμφανίσεις κάθε φαινομένου. Από τη συνέχεια ή τα κοινά στοιχεία
συνάγεται η θεμελιώδης ομοιότητα των διαφορετικών εκδηλώσεων ενός
φαινομένου και, ακολούθως, η ερμηνεία πραγματοποιείται με όρους αυτο
νομίας. Αποδίδεται πρωταρχική σημασία στην «ενότητα» του φαινομένου,
δηλ. σε μια αμιγώς «εσωτερική» θεώρηση που αποσκοπεί σε αποκάλυψη
και ανάλυση της υποτιθέμενης «ουσίας» του.
Η ουσιοκρατική αντίληψη για τον πόλεμο (ενότητα του πολέμου ως
ενός καθολικά παρατηρήσιμου ιστορικού φαινομένου με κοινές ρίζες και
σκοπούς σε ολόκληρη την ιστορική εξέλιξη) εμφανίζει την ερμηνευτική
ένδεια των προσεγγίσεων που επιχειρούνται με όρους «αυτοαναφοράς».
Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
13
Προσκρούει δε σε μια πρόσθετη δυσχέρεια που δημιουργείται από την
κοινωνική λειτουργία του πολέμου. Εάν εξαιρέσουμε τη θεολογική ουσιο-
κρατία (ο πόλεμος είναι «θεία» επιταγή ή τιμωρία), η ουσιοκρατική προ
σέγγιση για την ιστορική καθολικότητα και ενότητα του πολέμου θεμε
λιώνεται στην υπόθεση της ανθρωπολογι κής απαισιοδοξίας με τρεις πα
ραλλαγές:
(α) Ο «άνθρωπος» είναι εν γένει κακός, άρα και πολεμοχαρής. Πρόκει
ται για την παραδοσιακή, βασιζόμενη στην «εμπειρία» ιστορικοφιλοσο-
φική εκδοχή.
(β) Ο «άνθρωπος» εκδηλώνει μία βιολογικά καθορισμένη επιθετικότητα
καθώς και διαθέσεις κυριαρχίας, οι οποίες δεν εξαλείφονται με τις διαφω-
τιστικές, συμβολαιακές και λοιπές απόπειρες «εκπολιτισμού». Πρόκειται
για αναδιατύπωση της παραδοσιακής θέσης με το υλιστικό προκάλυμμα
είτε της ψυχανάλυσης —«ορμή θανάτου»— είτε της σύγχρονης κοινωνιο-

βιολογίας, η οποία συνάγει την ανθρώπινη επιθετικότητα από την αντί
στοιχη του ζωικού βασιλείου.
(γ) Ο «άνθρωπος» επιδιώκει μέσω της ένοπλης συλλογικής οργάνωσης
να κατακτήσει αγαθά ξένων κοινοτήτων, προκειμένου να ικανοποιήσει τις
ανάγκες του, οι οποίες «εξ ορισμού» υπερβαίνουν τα διατιθέμενα μέσα.
Πρόκειται για την «οικονομική» εκδοχή.
Η σύνδεση της ουσιοκρατικής προσέγγισης με τα σχήματα αυτά οδηγεί
σε ερμηνευτικό αδιέξοδο μόλις τεθεί το ζήτημα ερμηνείας της διαλεκτικής
πολέμου-ειρήνης, η οποία δεν έχει τη μορφή της διπολικότητας και εναλ-
λαξιμότητας, αλλά συνιστά διαβαθμισμένη ενότητα αντιθέτων (Κεφ. 5.5).
Για ποιο λόγο οι περίοδοι πολέμου διαδέχονται τις περιόδους ειρήνης;
Πώς μπορεί να ερμηνευθεί η διαβάθμιση της πολεμικής βίας, ο καθορι
σμός ευρέων ή στενών μετώπων, η χρονικότητα του πολέμου, η ποικιλία
πολεμικών σκοπών, η διακοπή των συγκρούσεων και η αλλαγή μετώπων
ανάλογα με τη συγκυρία, η δυνατότητα αποφυγής ή παύσης του πολέμου
με στρατηγικούς υπολογισμούς χωρίς να έχουν εξαλειφθεί οι αιτίες του
ή και χωρίς να έχει επιτευχθεί νίκη;
Πώς είναι δυνατόν να θεωρηθεί ο πόλεμος ενιαίο φαινόμενο που καθο
ρίζεται από μια «εγγενή» ανθρώπινη επιθετικότητα, όταν η ιστορική πα
ρατήρηση των πολεμικών φαινομένων δείχνει, πρώτον, ότι υπάρχει διαρ
κής εναλλαγή με περιόδους ειρήνης —παρ' ότι η βιολογική επιθετικότη
τα ή η κοινωνική «στενότητα αγαθών» προφανώς δεν αίρονται περιοδι
κά— και, δεύτερον, ότι οι κοινωνικές ομάδες ελέγχουν και διαβαθμίζουν
συνειδητά την πολεμική βία καθορίζοντας τα μέτωπα με λεπτούς στρατη
γικούς χειρισμούς συμμαχιών; Η εναλλαγή πολέμου-ειρήνης και η παρα
14
Δ. ΑΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ
τήρηση ότι υπάρχει σύνδεση του πολέμου με τις υπάρχουσες κοινωνικές
συγκρούσεις και αντιφάσεις —χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεδομένος τύ
πος αντίφασης οδηγεί νομοτελειακά σε πόλεμο— ακυρώνει κάθε λόγο

περί «έμφυτης» επιθετικότητας του ανθρώπου.
Η ιστορικά κυμαινόμενη, απρόβλεπτη διαμόρφωση του πολέμου επι
βάλει, αντίθετα, τη λεπτομερή ανάλυση των κοινωνικών αιτίων του και
της ενδεχομενικότητάς του. Και πρώτα απ ’ όλα την απόρριψη της αφη-
ρημένης και γενικής αναφοράς στον «άνθρωπο» που υποτίθεται ότι φέρει
υπεριστορικά ορισμένα πάγια χαρακτηριστικά που μπορούν να χρησιμεύ
σουν ως βάση ερμηνείας συγκεκριμένων εκδηλώσεων της κοινωνικής ορ
γάνωσης και σύγκρουσης. Το ότι υπάρχουν στην κοινωνική ζωή διαρκείς
εντάσεις και αντιπαραθέσεις και ότι ποικίλα αίτια δημιουργούν μια διά
χυτη επιθετικότητα δεν σημαίνει ότι η άσκηση βίας είναι αναπόφευκτη
ή προκαθορισμένη και, πολύ περισσότερο, ότι λαμβάνει τη μορφή σύ
γκρουσης δύο στρατών. Και βέβαια η ύπαρξη κοινωνικών συγκρούσεων
δεν ερμηνεύεται με τη διαπίστωση ότι είναι αναπόφευκτες, αλλά με την
ανάλυση των αιτίων δημιουργίας τους (και του για ποιο λόγο σε ορισμένη
κοινωνία παίρνουν ορισμένες μορφές). Ο πόλεμος ως μορφή «επίλυσης»
των αντιπαραθέσεων είναι ένα ιστορικά και συγκυριακά καθοριζόμενο
φαινόμενο, οι μορφές και τα αίτια του οποίου πρέπει να αναλυθούν στις
συγκεκριμένες εμφανίσεις τους (βλ. π.χ. RausscndorfT 1993, σελ. 63, 72).
Απέναντι στα δεδομένα της κοινωνικής εξάρτησης και της ιστορικής
ρευστότητας του πολέμου, η ουσιοκρατική αντίληψη όχι μόνον αδυνατεί
να ερμηνεύσει το πότε και γιατί του πολέμου, αλλά και —δέσμια της
ανθρωπολογι κής απαισιοδοξίας— επαναλαμβάνει γενικότητες περί πολέ
μου ως αναπότρεπτου κακού, εμφανίζοντας έτσι ως «νόμιμη» και θεμιτή
την πολεμική βία όταν οι απόπειρες ειρηνικής ρύθμισης αποτυγχάνουν:
Οδηγεί τελικά σε αγνωστικισμό για τον πόλεμο, ο οποίος εμφανίζεται ως
ένα είδος μοίρας του ανθρώπου, μια μορφή φυσικής καταστροφής, που
όπως
τόσο συχνά λέγεται— «ξεσπά» ή «εκρήγνυταυ> (για την κριτική
τέτοιων αντιλήψεων που δικαιολογούν φαταλιστικά τον πόλεμο βλ. Krip-
pendorfT 1992, σελ. 30επ., Wette 1980).

Επειδή όμως «ποτέ κανένας πόλεμος δεν “ξέσπασε”» (Krippendorff
1992, σελ. 32) και όλοι οι πόλεμοι μπορούν να ερμηνευθούν με βάση τις
δυνάμεις που οδηγούν στην ένοπλη σύγκρουση, στην παρούσα μελέτη
επιχειρείται η θεώρηση του πολέμου με αφετηρία τη σύνδεσή του με
κοινωνικά φαινόμενα και διαδικασίες, οι οποίες είναι πρωταρχικότερες
του πολέμου: Πρωταρχικότερες με αξιολογική έννοια (η σημασία τους
υπερβαίνει τη σημασία του πολέμου) αλλά και με χρονική έννοια (πρό
Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
IS
κειται για στοιχεία διαρκή και όχι συγκυριακά, όπως η πολεμική σύ
γκρουση). Ο πόλεμος εξετάζεται εδώ ως μια κοινωνική διαδικασία, η ο
ποία (α) εξαρτάται από τη διαμόρφωση της πολιτικής και από τις συ
γκρούσεις σε εθνικό και ταξικό επίπεδο και (β) συνιστά ενδεχόμενο απο
τέλεσμα της συνάρθρωσης των στοιχείων αυτών. Καθίσταται έτσι σαφέ
στερο ότι η μη ουσιοκρατική μεθοδολογική επιλογή οδηγεί σε ανάλυση
του ειδικού θέματος στη διαπλοκή του με γενικότερα και πολυπλοκότερα
ζητήματα (διαλεκτική σύνδεση του ειδικού με στοιχεία του περιβάλλοντός
του).
Είναι ευνόητο ότι μια τέτοια επιλογή προϋποθέτει την ανάλυση των
φερουσών εννοιών (εδώ: τάξεις, έθνη, πολιτική). Για την έννοια της πο
λιτικής και της ταξικής πάλης θα γίνει μία συνοπτική αναφορά (Κεφ. 5.1),
η οποία αρκείται σε διευκρινίσεις που εξυπηρετούν την ανάλυση των
πολεμικών συγκρούσεων ως πολιτικού φαινομένου (Κεφ. 5.2-6). Η συντο
μία δεν επιβάλλεται μόνο για λόγους επικέντρωσης στο κύριο αντικεί
μενο της ανάλυσης. Οφείλεται ιδίως στο ότι η σύνδεση του πολέμου με
την πολιτική και τους ταξικούς ανταγωνισμούς είναι, όπως θα δειχθεί,
έμμεση και σχετικά «διαφανής».
Μεγάλο μέρος της μελέτης αφιερώνεται στην ερμηνεία του εθνικού
φαινομένου (διαδικασία σχηματισμού των εθνών και λειτουργία τους
στους αστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς —Κεφ. 7). Η λεπτομερειακή

διερεύνηση θεωρητικών ζητημάτων που συνδέονται με το έθνος, υπαγο
ρεύεται από τρεις λόγους. Πρώτον, από τη διαπίστωση μεγάλων κενών
στην ελληνική βιβλιογραφία για τη θεωρία του έθνους και, δεύτερον, από
το γεγονός ότι η σύνδεση του πολέμου με το έθνος είναι άμεση και ταυ
τόχρονα αδιαφανής, διότι καλύπτεται από εθνικιστικές προβολές, οι ο
ποίες δυσχεραίνουν την ακριβή ανάλυση. Η προνομιακή ενασχόληση με
τη θεωρία του έθνους στα πλαίσια μιας ανάλυσης για την πολεμική σύ
γκρουση επιβάλλεται, τέλος, από τη διαπίστωση ότι η σημερινή συγκυρία
χαρακτηρίζεται από την καθολική εθνικοποίηση του πολέμου (Κεφ. 1),
φαινόμενο που δεν έχει αναλυθεί ως τώρα ικανοποιητικά και κρύβεται
πίσω από τη γενική διαπίστωση της «έκρηξης των εθνικισμών».
Η διαλεκτική ειδικού-γενικού χαρακτηρίζει και το θεωρητικό πλαίσιο
της παρούσας ανάλυσης, η οποία επικεντρώνεται στη μαρξιστική προσέγ
γιση. Η επιλογή αυτή καθορίσθηκε από τον πλούτο (και την πολυμορφία)
των σχετικών αναλύσεων στο ζήτημα του πολέμου, οι οποίες είναι, σε
μεγάλο βαθμό, άγνωστες ή «λησμονημένες» στην παρούσα συγκυρία. Η
αναλυτική και κριτική παρουσίασή τους εισάγει στο σημερινό διάλογο
μια διάσταση που τείνει να εκλείψει, δεδομένου ότι ο μαρξισμός απορρί
16
Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ
πτεται με απλουστευτικές αντιρρήσεις αρχής και επίκληση του —προφα
νώς ανεπαρκούς— επιχειρήματος ότι απέτυχε ένα μοντέλο κοινωνικής
οικοδόμησης που επισήμως επικαλείτο τη θεωρία αυτή (Κεφ. 11.1).
Επιχειρώντας να δείξουμε ότι η μαρξιστική προσέγγιση προσφέρεται
για την ανάλυση των πολεμικών συγκρούσεων, επισημαίνουμε ταυτόχρο
να ότι η απόρριψη μιας θεωρίας δεν μπορεί να διεκδικεί τίτλους γνωσιο-
λογικής εγκυρότητας εάν δεν θεμελιώνεται σε γνώση και πειστική κριτική
της. Η πολιτική χρησιμότητα του αναθέματος δεν θα έπρεπε να συγχέεται
με τη θεωρητική ανάλυση και μάλιστα να παίρνει τη θέση της. Εφαρμό
ζοντας αυτή τη θεωρητική επιταγή, επιχειρούμε να δείξουμε και εξ αντι

διαστολής το αναλυτικό πλεονέκτημα του επιλεγέντος θεωρητικού πλαι
σίου με την αναφορά σε διαφορετικές προσεγγίσεις για τα ζητήματα της
πολεμικής σύγκρουσης (Κεφ. 3,4,6,9). Μέσα από την έκθεση και κριτική
ποικίλων προσεγγίσεων για τον πόλεμο, επιχειρείται η οριοθέτηση του
επιλεγέντος θεωρητικού πλαισίου —εντός του «τόπου» των θεωριών για
τον πόλεμο— και η κατάδειξη της συγκριτικής υπεροχής του.
Τέταρτο σημείο σύνδεσης γενικού-ειδικού συνιστά η ειδολογική έντα
ξη της παρούσας μελέτης. Η πολυπλοκότητα των εκφάνσεων του πολέμου
και των αξόνων ερμηνείας του συναιρείται (συγκρουσιακό και συγκυρια
κά) στη δράση του κρατικού μηχανισμού: Ο πόλεμος αποτελεί κρατική
λειτουργία και συνδέεται άμεσα με την πολιτική και οικονομική παρέμ
βαση του κράτους, προϋποθέτει την ύπαρξη κρατικού μηχανισμού και
«παράγεταυ> από αυτόν (αναλυτικά Krippendorff 1985). Το εθνικό φαινό
μενο βρίσκεται σε σχέση γενετικής εξάρτησης από την κρατική δράση.
Οι τάξεις και η πολιτική έχουν ως βασικό σημείο άρθρωσης την κρατική
παρέμβαση, που εξομαλύνει τις κοινωνικές αντιθέσεις αποτελώντας ταυ
τόχρονα ένα από τα κέντρα αναπαραγωγής τους.
Η παρούσα μελέτη επικεντρώνεται έτσι σε μια συγκεκριμένη λειτουργία
του κρατικού κατασταλτικού μηχανισμού' —την πολεμική σύγκρουση—
I. Ο καθιερωμένος όρος «κατασταλτικός» μηχανισμός —που χρησιμοποιείται εδώ
για λόγους συνεννόησης— είναι ανακριβώς στενός, θ α ήταν προτιμότερη η χρή
ση του όρου καταναγκαστικός μηχανισμός, δεδομένου ότι η κρατική παρέμβαση
περιλαμβάνει και «ήπιες» μορφές δράσης με τη συναίνεση των πολιτών ή και
κατόπιν αιτήματός τους (κράτος πρόνοιας). Σ ' αυτές τις μορφές κρατικής παρέμ
βασης είναι φανερός ο καταναγκαστικός χαρακτήρας (δράση με μονομερή κρατική
απόφαση που «δια νόμου» επιβάλλεται εκπληρώνοντας γενικές λειτουργίες ρύθμι
σης της διαδικασίας αναπαραγωγής), χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υπάρχει άμεση
καταστολή (βλ. Δημούλη 1992-α, σελ. 47).
Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
17

και επιχειρεί να δείξει τις διαστάσεις και την πολυπλοκότητά της. Η
προσέγγιση του πολέμου ως κρατικής λειτουργίας, δηλ. ως αποτελέσμα
τος της δράσης ενός συγκεκριμένου μηχανισμού και όχι ως μιας «ανθρώ
πινης δραστηριότητας» εν γένει, προσφέρεται για την ανάδειξη των λόγων
διεξαγωγής των πολεμικών συγκρούσεων, των μορφών διεξαγωγής πολέ
μου, των χαρακτηριστικών της ένοπλης σύγκρουσης, των οργανωτικών
δομών που παράγουν τον πόλεμο και της ιδεολογίας που τις συνέχει (μι
λιταρισμός, Κεφ. 8.1). Αναδεικνύονται επίσης οι προοπτικές αποτροπής
των πολεμικών συγκρούσεων σε ειρηνιστική βάση (Κεφ. 8.2-3) και δια
γράφεται το «μέλλον» του πολέμου, δηλ. οι όροι και οι διαδικασίες που
δυνητικά θα επιφέρουν την εξάλειψη των φαινομένων άσκησης συλλογι
κής ένοπλης βίας (Κεφ. 11.2).
Κατά τούτο ο γνωστικός σκοπός της μελέτης είναι εν μέρει κανονιστι
κός: Επιχειρεί να εντοπίσει τα σημεία αντίστασης και εξόδου από τη
λογική που διέπει την πολεμική κρατική λειτουργία. Η αντικειμενικότητα
της ανάλυσης —ζήτημα για το οποίο γίνεται ειδική αναφορά (Κεφ. 10.2)—
μπορεί να κριθεί με βάση την ορθή σύνδεση των «στρατηγικών» συμπε
ρασμάτων με τις αντικειμενικές τάσεις που αναδεικνύει η ανάλυση.
Πρόκειται συνεπώς για μια απόπειρα υλιστικής μελέτης και ερμηνείας
του πολέμου ως κρατικής λειτουργίας που συνδέεται με τα γενικά χαρα
κτηριστικά της δράσης των κρατικών θεσμών. Η παρούσα μελέτη εξετάζει
ένα τμήμα της θεωρίας τον κράτους αναφερόμενη στον κρατικό κατασταλ
τικό μηχανισμό. Μεθοδολογικό άξονα αποτελεί η διαλεκτική γενικού-
ειδικού, η ένταξη της συγκεκριμένης ανάλυσης σε ευρύτερα πλαίσια αι-
τιακής εξάρτησης. Αυτή η μέθοδος ερμηνείας δεν διεκδικεί πρωτοτυπία.
Αποτελεί ωστόσο μια επιλογή που έρχεται σε αντίθεση με τις κυρίαρχες
μεθόδους προσέγγισης των κοινωνικών φαινομένων από την πολιτική
θεωρία: Αντιπαρατίθεται στον εμπειρισμό, ο οποίος εκφράζεται με την
εμμονή στην αυτονομία του «συγκεκριμένου». Και ταυτόχρονα αντιπαρα-
τίθεται στον ιδεαλισμό, ο οποίος εκφράζεται σήμερα προνομιακά με την

ταυτολογούσα περιγραφή «αυτοποιούμενων» συστημάτων.
1. Η ΣΥΓΚΥΡΙΑ «ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΕΘΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗΣ»
ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
1.1 Τα δεδομένα της συγκυρίας
Θα λάβουμε ως επικαιρική αφετηρία το τέλος της ευρύτερης πολεμικής
σύγκρουσης των τελευταίων δεκαετιών. Πρόκειται για το τέλος του πολέ
μου στον Περσικό Κόλπο. Το Μάρτιο του 1991, τα γαλλικά μέσα ενημέ
ρωσης μετέδωσαν ταυτόχρονα δύο ειδήσεις. Η πρώτη ήταν η αναγγελία
από τον τότε πρωθυπουργό Μ. Rocard ότι την 14η Ιουλίου θα παρελάσουν
στα Ηλύσια Πεδία οι νικητές του Πολέμου στον Κόλπο, για να αποδοθούν
οι δέουσες τιμές στα παιδιά της πατρίδας. Η είδηση πέρασε φυσικά απα
ρατήρητη, διότι απλώς επιβεβαίωνε τη σύνδεση του παρόντος με ένα μι-
λιταριστικό παρελθόν, το οποίο ο επίσημος λόγος περί ειρήνης θεωρούσε
ξεπερασμένο.
Τη δεύτερη είδηση αποτέλεσε η υπόθεση Boudarel, δηλ. ο εντοπισμός
ενός «μετανοημένου» γάλλου μαρξιστή που καταγγέλθηκε γιατί στη διάρ
κεια του πολέμου της Ινδοκίνας πέρασε με το μέρος των Βιετναμέζων.
Στον Boudarel καταλογίστηκε ότι έκανε «προπαγάνδα» στους γάλλους
αιχμαλώτους πολέμου, κάτι που θεωρήθηκε «ηθικό βασανιστήριο» από
τους ακροδεξιούς νοσταλγούς της αποικιοκρατίας, οι οποίοι «συνέλαβαν»
τον —προ εικοσιπενταετίας αμνηστευμένο— Boudarel και τέθηκαν επικε
φαλής μιας εθνικής καμπάνιας που αποκλήθηκε «δια του Τύπου λυντσά-
ρισμα» (Le Monde, 23.3.91). Είναι φανερή η επιθυμία αναθεώρησης της
αποικιοκρατικής ιστορίας που κρυβόταν πίσω από την καταγγελία των
«βιετναμέζικων στρατοπέδων συγκέντρωσης» και την έναρξη της υπόθε
σης Boudarel σε στιγμές εθνικής έξαρσης, η οποία εντείνει την ιμπερια
λιστική επιθετικότητα των νικητών (βλ. και Chesneaux 1991).
Ο συσχετισμός των δύο φαινομενικά ανεξάρτητων ειδήσεων δείχνει ότι
ενώ ο εθνικός πόλεμος έχει ιστορική επικαιρότητα και απολαμβάνει σχε

20
Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ
δόν καθολικής συναίνεσης, ο «ταξικός πόλεμος» και η αντίστοιχη επιλογή
στρατοπέδου καταγγέλλονται ως πράξη όχι μόνον προδοτική αλλά και
αδιανόητη. Αυτό που ουσιαστικά καταλογίσθηκε στον Boudarel (ως έ
γκλημα κατά της ανθρωπότητας!) δεν ήταν ότι πολέμησε ή βασάνισε (άλ
λωστε οι Γάλλοι ήταν αδίκως και αγρίως επιτιθέμενοι στην Ινδοκίνα, ενώ
το 1991 διεξήγαγαν έναν νέο ιμπεριαλιστικό πόλεμο): του καταλογίστηκε
η επιλογή στρατοπέδου με κριτήρια ταξικά, δηλ. με οδηγό μια πολιτική
θέση που τον αντιπαρέθετε στον ιμπεριαλισμό των Γάλλων και στη «φυ
σική» ένταξη στο δικό του «ένοπλο έθνος».
Δεν είναι τυχαίο ότι μια τέτοια ταξική επιλογή καταγγέλλεται σήμερα.
Η καταγγελία εναρμονίζεται με την παρούσα συγκυρία που εκφράζει τη
«σχετική ασυμβατότητα της επαναστατικής ιδέας στα τέλη του 20ού αιώ
να» (Μπαλιμπάρ 1993, σελ. 103) και οδηγεί σε αποδοχή και νομιμοποίηση
της εκμετάλλευσης με ελάχιστες αντιστάσεις, δηλ. σε μια θεώρηση του
καπιταλισμού ως «καθαρής και αυτόματης κίνησης οικονομικών ροών και
τεχνολογικών καινοτομιών»1. Η ιδεολογική εικόνα ενός «καπιταλισμού
χωρίς αστική τάξη», που επικρατεί σήμερα, διότι δεν υπάρχει κίνημα
αμφισβήτησης που να καταδεικνύει και να καταγγέλλει
διαρκώς την εκ
μετάλλευση, έχει ως συνέπεια, στο ζήτημα του πολέμου, την ακραία εθνι
κοποίηση και τον ταξικό αποχρωματισμό των ένοπλων συγκρούσεων.
Για πρώτη φορά στον 20ό αιώνα, η προοπτική της ένοπλης σύγκρουσης
φαίνεται να αποσυνδέεται ολοκληρωτικά από την ταξική πάλη και από
την προσπάθεια μεταβολής του εσωτερικού συσχετισμού δυνάμεων. Μό
νον το «έθνος» μπορεί πλέον να αντιταχθεί σε ένα άλλο «έθνος» και η
μεταβολή του πολιτικού χάρτη νομιμοποιείται μόνον ως εθνική διεκδίκη
ση: Ως επανάκτηση της εθνικής ενότητας (Γερμανία, Υεμένη, Κορέα, ίσως
και Κίνα) ή ως διάλυση μη εθνικών κρατικών σχηματισμών (Γιουγκοσ

λαβία, ΕΣΣΛ, Τσεχοσλοβακία, ενώ το ζήτημα τίθεται άμεσα και για χώρες
όπως ο Καναδάς, το Βέλγιο και η Ισπανία). Η περαιτέρω εθνικοποίηση
με συνενώσεις ή αποσχίσεις περιοχών και πληθυσμών που αυτοαναγνω-
ρίζονται ως έθνη είναι δυνατή και επίκαιρη, και μάλιστα εμφανίζεται ως
απόλυτα «φυσιολογική», ενώ η έμπρακτη (και βίαιη) αμφισβήτηση των
ταξικών κοινωνιών φαίνεται σήμερα αδύνατη (βλ. και RaussendorfT 1993,
σελ. 62επ.).
Σε ένα πρόσφατο άρθρο γράφηκε: «Ο εμφύλιος πόλεμος στο Αφγανι
στάν δεν έχει πλέον τίποτε το ιδεολογικό. 'Οταν καταλήφθηκε η Καμπούλ
I. Βλ. την ανάλυση του C. Prove (1990), από την οποία και το εντός εισαγωγικών
απόσπασμα.
Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
21
και έπεσε το καθεστώς του Προέδρου Najibullah, τον Απρίλιο του 1992,
οι πολιτικές ανακατατάξεις πραγματοποιήθηκαν σε εθνική ή τοπική βάση
( ) Τα στελέχη του παλαιού καθεστώτος ( ) προσχώρησαν στους Μου-
τζαχεντίν με κριτήριο την εθνική ή φυλετική τους ένταξη» (Roy 1993).
Εδώ πρόκειται για ένα ενδεικτικό της συγκυρίας lapsus. Πώς είναι δυνατόν
ένας εμφύλιος πόλεμος που συνεχίζεται με απαράλλαχτο «προσωπικό» να
μην έχει ιδεολογικό χαρακτήρα, επειδή πλέον αίτημα δεν είναι η κοινω
νική αλλαγή, αλλά ο εθνικός χωρισμός ή η αλλαγή του συσχετισμού
δύναμης μεταξύ εθνοτήτων; Γιατί η ένοπλη υπεράσπιση συμφερόντων
μιας «φυλής» είναι μη ιδεολογική, ενώ η προβολή ταξικού συμφέροντος
είναι ιδεολογική; Η απάντηση μπορεί να δοθεί μόνο με ιδεολογικούς ό
ρους. Η ιδεολογία —στον κόσμο των ταυτολογιών και αναπόδεικτων προ-
φα νειών που τη χαρακτηρίζει (Μπαλιμπάρ 1990-α)— εμφανίζει (σήμερα)
ως απόλυτα «φυσικό» να παίρνει κανείς τα όπλα για μια από τις εθνότητες
του Αφγανιστάν (ή άλλης χώρας) και ως «ιδεολογικά φορτισμένο» —άρα
αφύσικο, επικριτέο— να αμφισβητεί τις σχέσεις παραγωγής στη χώρα
αυτή, επιδιώκοντας μια δικαιότερη κοινωνία. Στην πραγματικότητα βέ

βαια ο πόλεμος με βάση την εθνική ένταξη αποτελεί μια επίσης ιδεολο
γική επιλογή. 'Οχι μόνο γιατί το έθνος αποτελεί ιδεολογική κατασκευή
(Κεφ. 7), αλλά και διότι το πολιτικό βήμα μεταξύ της ένταξης σε μια
ομάδα και της ένοπλης έκφρασης των συμφερόντων της απαιτεί μια ιδεο
λογικής υφής «συνείδηση» ένταξης. Και όμως η κυριαρχία της σύνδεσης
έθνους και πολέμου είναι σήμερα τόσο ισχυρή ώστε να εμφανίζεται ως
απόλυτα αυτονόητη, φυσική, μη ιδεολογική. 'Οπως σήμερα όλοι οι άν
θρωποι πρέπει να έχουν μία (και μόνον μία) εθνική ταυτότητα και να την
προβάλλουν δυναμικά, αλλιώς «δεν υπάρχουν» (όπως συμβαίνει με τα ε
κατομμύρια Αλεβιτών, δηλ. σιιτών μουσουλμάνων της Τουρκίας, οι οποίοι
«δεν αναγνωρίζουν» την κρατική εξουσία, αλλά και αρνούνται κάθε πολι
τική παρέμβαση για προβολή της ιδιαιτερότητάς τους), έτσι και η υπερά
σπιση των συμφερόντων αυτής της εθνότητας με πόλεμο εμφανίζεται ως
μια σχεδόν βιολογική αναγκαιότητα, ως πράξη αυτόματη και γι ’ αυτό —
πάντα στον κόσμο της ιδεολογίας— ευρισκόμενη «πέρα από ιδεολογίες».
Οι εναπομείνασες «ταξικές» συγκρούσεις που έχουν τη μορφή εμφυλίου
πολέμου χωρίς διεκδίκηση εθνικής διαφοράς των εμπόλεμων μερών (Κα
μπότζη, Ελ Σαλβαδόρ, Κολομβία, Γουατεμάλα, Αφγανιστάν, Αγκόλα )
κλείνουν βιαστικά ως «ανεπίκαιρες», με την απόλυτη ήττα των δυνάμεων
που επικαλούνταν την κοινωνική επανάσταση ή πάντως αμφισβητούσαν
την εκμεταλλευτική τάξη πραγμάτων. Ο τερματισμός των εμφανώς ταξι
κών πολέμων με την επίνευση και πίεση των φορέων της «νέας τάξης»
22
Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ
δείχνει ότι η ένοπλη ταξική σύγκρουση έχει κλείσει έναν κύκλο ιστορι
κής παρουσίας. Την ίδια στιγμή, οι εθνικοί πόλεμοι βρίσκονται —ως
πραγματικότητα ή απειλή— στο προσκήνιο, εντασσόμενοι είτε σε μια νέα
διαδικασία απο-αποικιοποίησης2, είτε στις ποικίλες στρατηγικές στερέω
σης της «νέας τάξης» με συμμαχίες εθνικών κρατών ενάντια στους απει-
θούντες3.

1.2 Μαρξιστικός αντίλογος;
Η εθνικοποίηση του πολέμου και των πολιτικών εξελίξεων καθιστά ανη
συχητικά επίκαιρο το πρόβλημα του εθνικισμού και του απαραίτητου συ-
μπληρώματός του, του ρατσισμού. Τα στοιχεία αυτά εμφανίζονται πλέον
με απειλητική καθολικότητα ακόμη και σε διαδικασίες φαινομενικής υ
πέρβασης του εθνικού κράτους με την εγκαθίδρυση «υπερεθνικών» πολι
τικών και οικονομικών κοινοτήτων (βλ. Μπαλιμπάρ 1993-α, σελ. 52επ.).
2. Για τη διαδικασία αυτή ως κλειδί κατανόησης των εξελίξεων στην πρώην Σοβιε
τική Ένωση βλ. Κυπριανίδη (1991 -α).
3. Ο πόλεμος στον Περσικό Κόλπο αποτελεί αναμφισβήτητα το σημαντικότερο πολε
μικό γεγονός των τελευταίων ετών, αν αναλογισθούμε το επίδικο αντικείμενό του, τις
δυνάμεις και τα μέσα που κατά κυριολεξία επιστρατεύθηκαν, τις χώρες που συμμετείχαν
αλλά και τη συμβολική —και άμεσα πολιτική— σημασία του για την είσοδο σε μια νέα
τάξη, η οποία εμφανίζει ένα τουλάχιστον σημείο ομοιότητας με την παλαιά: Τη θεμε-
λίωσή της στη βία και τη λειτουργία των διεθνών σχέσεων με βάση την επιθετικότητα
και την ένοπλη σύγκρουση, ακόμη και όταν η εύρεση μιας «διαλογικής» λύσης θα ήταν
δυνατή. Είναι εδώ αναγκαίο να διευκρινισθεί ότι και αυτή η πολεμική σύγκρουση
εντάσσεται στο πλαίσιο εθνικοποίησης του πολέμου, παρά τη φαινομενικά διαφορετική
διαμόρφωσή της. Ο πόλεμος στον Περσικό Κόλπο δεν μπορεί βέβαια να αναχθεί άμεσα
στο σχήμα του εθνικού πολέμου. Ωστόσο, παρουσιάστηκε (και έγινε αντιληπτός από
την «κοινή γνώμη») ως πόλεμος που είχε σκοπό τη διατήρηση της ανεξαρτησίας ενός
«έθνους» και, περαιτέρω, ήταν εθνικού τύπου διότι οι χώρες που συμμετείχαν εμφάνισαν
«αρραγές» εσωτερικό μέτωπο —με πολιτικά ασήμαντες αντιστάσεις στη «Δύση» και με
περιορισμένη —και «εθνικά» καθορισμένη— αντίσταση στις αραβικές χώρες που συμ
μάχησαν με τους δυτικούς. Η σύγκρουση στον Κόλπο εμφανίσθηκε ως πόλεμος μεταξύ
κρατών-εθνών και δεν απέκτησε την ταξική διάσπαση που θα έπαιρνε κάθε ανάλογη
σύγκρουση σε προηγούμενες δεκαετίες. Χωρίς λοιπόν να αναιρεί το κυρίαρχο σχήμα
του εθνικού πολέμου, μας δείχνει καθαρά ότι το σύνθημα του αποκλειστικά εθνικού
πολέμου (πόλεμος απελευθέρωσης εθνών) δεν ανταποκρίνεται στην πολιτική πραγμα
τικότητα. Τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα —που δεν ταυτίζονται πάντα με διαδικασίες

εθνικής ολοκλήρωσης ή διαφύλαξης της ανεξαρτησίας ενός εθνικού κράτους— είναι
διαρκώς παρόντα, παρά το διάχυτο ρομαντισμό της «νέας τάξης» και την κυρίως ιδεο
λογική εθνικοποίηση του πολέμου. Με διαλεκτικότερη διατύπωση, ο πόλεμος εμφανί
ζεται σήμερα ως εθνικός χωρίς να είναι πρωταρχικά τέτοιος.
Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 23
Εξίσου σημαντική είναι και μια άλλη πλευρά της συγκυρίας: Η εθνι
κοποίηση του πολέμου δείχνει ότι προς στιγμήν τουλάχιστον έχει κλείσει
η παρένθεση του ταξικού πολέμου που συνδέθηκε με την επένδυση του
μαρξισμού στα πολιτικά κινήματα του 20ού αιώνα. Ο «θάνατος του μαρ
ξισμού» επιφέρει την εξάλειψη ή πάντως την αποσιώπηση της ταξικής
διάστασης και προοπτικής κάθε πολέμου. Δεν πρέπει να εκπλήσσει συνε
πώς το γεγονός ότι στη διάρκεια του πολέμου στον Περσικό Κόλπο ακού-
στηκε τόσο λίγο ο όρος ιμπεριαλιστικός πόλεμος.
Οι σχετικές επεξεργασίες —που καλύπτονται από την επίσημη λήθη για
το μαρξισμό— βρίσκονται στο σημείο τομής των εννοιών του έθνους και
της τάξης. Το ενδιαφέρον εντοπίζεται στην προσπάθεια συνάρθρωσής
τους και επεξεργασίας μιας πολιτικής που να συνυπολογίζει την εθνική
μορφή εμφάνισης και τον ταξικό επικαθορισμό του πολέμου. Πρόκειται
για ΐη διαλεκτική έθνος-τάξη-πολιτική που αντιμετωπίζει τον πόλεμο ως
εθνικό και ταξικό, αποδίδοντας καίρια σημασία στην πολιτική διάσταση,
η οποία καθορίζει την τεχνική πλευρά (υπεροχή δυνάμεων, στρατιωτική
τεχνική διεξαγωγής του πολέμου). Η αναφορά στις επεξεργασίες αυτές θα
επιτρέψει τη συναγωγή συμπερασμάτων για τους όρους και τις μορφές
άσκησης μιας ειρηνιστικής πολιτικής.

×