Tải bản đầy đủ (.pdf) (68 trang)

semeioseis neoellenikes glossas - anna iordanidou

Bạn đang xem bản rút gọn của tài liệu. Xem và tải ngay bản đầy đủ của tài liệu tại đây (676.98 KB, 68 trang )


ΑΝΝΑ ΙΟΡΔΑΝΙΔΟΥ
ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΡΙΑ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ
ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ







ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Ι










ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
ΠΑΤΡΑ 2001
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Σελίδα
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ … 3
ΦΘΟΓΓΟΙ – ΦΩΝΗΜΑΤΑ …… 4
Ορισμοί 4


Φωνήματα της νέας ελληνικής 4
Δίψηφα – Δίφθογγοι 8
Πάθη φθόγγων 8
ΟΝΟΜΑΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ …… 9
Γένος 9
Αριθμός 10
Πτώση 10
Τρόποι κλίσης των ονομάτων …… 11
Τονισμός των προπαροξύτονων ονομάτων … 12
Λόγιες καταλήξεις …. 13
ΡΗΜΑΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ … 15
Γενικά για το ρήμα 15
Τρόποι κλίσης – Συζυγίες 15
«Ομαλοί» σχηματισμοί: σχολιασμός της πολυτυπίας …. 19
«Ανώμαλοι» σχηματισμοί: πρόταση κατηγοριοποίησης …. 23
Πρόσωπο και αριθμός 30
Φωνές και διαθέσεις 31
Εγκλίσεις … 33
Χρόνοι 40
Τρόπος ενέργειας …………………………… 44
ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΟΔΗΓΟΣ …… 47
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ …………………………………………………………. 67


2
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Με την εργασία αυτή επιχειρούμε να διατυπώσουμε συγκεκριμένες προτάσεις συμπλή-
ρωσης και αναμόρφωσης της επίσημης σχολικής γραμματικής.
Είναι κοινός τόπος η διαπίστωση ότι η (αναπροσαρμοσμένη) γραμματική του Μ. Τρια-

νταφυλλίδη αποτελεί ξεπερασμένη μορφή παραδοσιακής γραμματικής, με ρυθμιστικές τά-
σεις, που στηρίζεται κυρίως στο γραπτό λόγο και δεν ανταποκρίνεται στο επίπεδο της εξέλι-
ξης της γλωσσολογικής θεωρίας και πρακτικής. Το ότι η σύνταξη νέας γραμματικής είναι
αναγκαία φαίνεται καθαρά και από τα εγχειρίδια για τη γλωσσική διδασκαλία στο δημοτικό,
και κυρίως στο γυμνάσιο και στο λύκειο, όπου εισάγονται σύγχρονοι γλωσσολογικοί όροι
και τρόποι ανάλυσης. Η νέα γραμματική θα πρέπει να βασίζεται σε μια εμπεριστατωμένη
μελέτη της σημερινής ελληνικής γλωσσικής πραγματικότητας, αξιοποιώντας τα θετικότερα
στοιχεία από γενικές και ειδικές σχετικές εργασίες, και θα πρέπει να αναδεικνύει την ποικι-
λία και την πολυπλοκότητα που χαρακτηρίζει το γλωσσικό σύστημα και τις γλωσσικές χρή-
σεις. Είναι προφανές λοιπόν ότι απαιτείται συλλογή και επεξεργασία δομημένου γλωσσικού
υλικού (corpus) προφορικού και γραπτού λόγου, αντιπροσωπευτικού των βασικών κοινωνι-
κών κατηγοριών (σε συνδυασμό και με άλλους εξωγλωσσικούς παράγοντες, όπως το φύλο
και η ηλικία των ομιλητών) και των διαφόρων επιπέδων και μορφών λόγου (επίσημος, ανε-
πίσημος, λογοτεχνικός, επιστημονικός κτλ.). Εργασία τέτοιας έκτασης δεν μπορεί να είναι
παρά συλλογική και με την ευθύνη και καθοδήγηση κρατικού φορέα (βλέπε σχετική πρωτο-
βουλία του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, το 1986, που έμεινε στο στάδιο της διερεύνησης). Η
ατομική συνεισφορά αναγκαστικά περιορίζεται στην καταγραφή επιμέρους προβλημάτων
και στη διατύπωση των επιμέρους προτάσεων. Προς την κατεύθυνση αυτή πιστεύουμε ότι
θα φανεί ιδιαίτερα χρήσιμη και η κωδικοποίηση των συμπερασμάτων από ερευνητικές ερ-
γασίες πάνω σε θέματα φωνολογίας, μορφολογίας, σύνταξης και σημασιολογίας της σύγ-
χρονης κοινής νεοελληνικής.

3
ΦΘΟΓΓΟΙ – ΦΩΝΗΜΑΤΑ

Ορισμοί
Φθόγγος είναι η ελάχιστη μονάδα του έναρθρου λόγου που παράγεται από φωνητικά όρ-
γανα.
Φώνημα ονομάζεται ο φθόγγος που έχει διακριτική, διαφοροποιητική λειτουργία, δηλαδή
η μεταβολή του προκαλεί αλλαγή σημασίας.

Έτσι, η αντικατάσταση του κ από το μ στις λέξεις κάτι / μάτι επιφέρει αλλαγή σημασίας,
ενώ δύο φθόγγοι μπορεί ν’ αποτελούν απλές παραλλαγές χωρίς αλλαγή σημασίας, όπως
συμβαίνει, π.χ., με τη διαφορετική προφορά του κ, του λ ή του χ σε ορισμένες διαλέκτους.
Αντίθεση σε επίπεδο φθόγγων και όχι φωνημάτων συνιστούν και διαφορετικές πραγματώ-
σεις, όπως, π.χ., του γ στις λέξεις γάτος και γέρος, που εξαρτώνται από την ποιότητα του
φθόγγου που ακολουθεί.
Μια αντίθεση φθόγγων μπορεί να είναι διακριτική σε συγκεκριμένη γλώσσα αλλά μην
είναι σε κάποια άλλη, για παράδειγμα το λ και το ρ στην ιαπωνική γλώσσα δεν είναι ξεχωρι-
στά φωνήματα, γιατί η αντικατάσταση του ενός από το άλλο δεν επηρεάζει τη σημασία. Ε-
πομένως, ένας φθόγγος μπορεί να χαρακτηρίζεται ως φώνημα για μια γλώσσα, ενώ για μια
άλλη να αποτελεί απλή παραλλαγή φθόγγου.
Η φωνητική εξετάζει τους φθόγγους από την άποψη των φυσικών τους χαρακτηριστικών,
ενώ η φωνολογία εξετάζει τις λειτουργίες τους μέσα σε ορισμένη γλώσσα.

Φωνήματα της νέας ελληνικής
Η νέα ελληνική γλώσσα έχει 25 φωνήματα, από τα οποία 5 φωνήεντα:
a (γραφική απόδοση: α)
ο (γραφική απόδοση: ο, ω)
u (γραφική απόδοση: ου)
e (γραφική απόδοση: ε, αι)
i (γραφική απόδοση: ι, η, υ, ει, οι, υι)
και 20 σύμφωνα:
p (π), t (τ), k (κ), b (μπ έρρινο ή άρρινο, δηλ. mb ή b), d (ντ έρρινο ή άρρινο, δηλ. nd ή d), g
(γκ ή γγ έρρινο ή άρρινο, δηλ. ng ή g), f (φ), θ, χ, ν (β), δ, γ, s (σ, ς), z (ζ), m (μ), n (ν), l (λ), r
(ρ), ts (τσ), dz (τζ).


4
Πίνακας των συμφώνων
(Γραμματική, σελ. 16)

Κατά τα μέρη
όπου σχηματί-
ζονται
Κατά τη διάρκεια
Στιγμιαία Εξακολουθητικά
Άηχα Ηχηρά Άηχα Ηχηρά
Χειλικά π μπ φ β (μ)
Οδοντικά τ ντ θ δ
Διπλοδοντικά
(συριστικά)
τσ τζ σ ζ
Λαρυγγικά κ γκ χ γ
Γλωσσικά
(υγρά)
(ν) λ,
ρ
Ρινικά μ, ν

Πρέπει να σημειώσουμε ότι τα λαρυγγικά περιλαμβάνουν τα ουρανικά, που παράγονται
όταν αγγίζει η γλώσσα το σκληρό ουρανίσκο (όπως στις λέξεις κερνώ, γκέμια, χέρια, γέρος),
και τα υπερωικά, που παράγονται όταν αγγίζει η γλώσσα το μαλακό ουρανίσκο (όπως στις
λέξεις κόβω, γκάζι, χορός, γάτος).
Τα σύμφωνα ξ, ψ δεν περιλαμβάνονται στον κατάλογο των φωνημάτων, γιατί αποτελούν
συμπροφορά των κσ και πσ αντίστοιχα.
Είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι η γραφική και η φωνητική απόδοση δεν έχουν πά-
ντοτε αντιστοιχία. Έτσι, εκτός από τις περιπτώσεις των διαφορετικών γραφικών συμβόλων
του i, του e κτλ., έχουμε αναντιστοιχία γραφής και προφοράς όταν γράφουμε, π.χ., ισλαμι-
σμός και προφέρουμε [islamizmόs] ή όταν γράφουμε Αγγλία και προφέρουμε [Anglia].



5
Σετάτου, Φωνολογία της κοινής νεοελληνικής (1974)

Αλλόφωνα φωνημάτων της ΚΝΕ

Φωνήεντα

/i/ [i] π.χ. [mίti]
[į] ετεροφωνία π.χ. [peδί] – [peδįú]
[γ΄] ετεροφωνία και επικάλυψη π.χ. [faί] – [faγ΄ú]
/e/ [e] π.χ. [γ΄enées]
/o/ [o] π.χ. [tópos]
/u/ [u] π.χ. [kutús]
/a/ [a] π.χ. [kalá]
Σύμφωνα

/p/ [p] π.χ. [pónos]
[b] έρρινο + p > mb π.χ. [tom bóno],
[embotízo] – [potízo], αλλά και [pámpa]
/t/ [t] π.χ. [tomí]
[d] α) έρρινο + t > nd π.χ. [tin domí], [síndomos],
[endix΄izo] – [tix΄ízo],
αλλά και md: [pémdos]
β) έρρινο + p, k + t > mbd, ŋgd π.χ. [tim bdόsi], [símbdosi], [tiŋ gdísi]
/k/ [k] π.χ. [kόvo]
[k΄] πριν από e, i, įV π.χ. [k΄ernό], [k΄íma], [k΄įáli]
[g΄] έρρινο + k΄ > ŋg΄ π.χ. [δéŋ, g΄ernό], [éŋg΄iros] – [k΄ίros]
[g] α) έρρινο + k > ŋg π.χ. [δéŋ gόvo]
β) k + ν, δ, γ, z > gv, gδ, gγ, gz π.χ. [egvolί], [egδilόno], [egγ΄ίmnasi],
[égzema], αλλά και [báŋkos], [ekδίk΄isi]

/b/ [b] π.χ. [béno]
/d/ [d] π.χ. [dίno]
/g/ [g] π.χ. [gremόs]
[g΄] πριν από e, i, įV π.χ. [g΄emįa], [g΄ίnįa], [g΄įόnis]
/f/ [f] π.χ. [flόγa]
πβ. [v] πριν από δ, γ, z, m, n, l, r π.χ. [évloγos], [évzonos], [evmenís],

6
αλλά αλλού [f] π.χ. [éfk΄eros],
[efkatástatos]
/θ/ [θ] π.χ. [θélo]
/x/ [x] π.χ. [xorόs]
[x΄] πριν από e, i, įV π.χ. [x΄éri], [x΄ίno], [x΄įόni]
/v/ [v] π.χ. [vázo], [vlόγa]
/δ/ [δ] π.χ. [δéka]
/γ/ [γ] π.χ. [γátos]
[γ΄] πριν από e, i, įV π.χ. [γ΄éros], [γ΄ίros], [γ΄įatrikó]
/s/ [s] π.χ. [sόma], [s

įázo]
[z] α) πριν από ηχηρό C > zC π.χ. [tuz grizus], αλλά και
[músmulo], [snobizmόs], [islamizmόs]
β) έρρινο + p, t, k + s > έρρινο +
b, d, g + z
π.χ. [tom bzará], [tin dzák΄ise],
[toŋ gzéro]
[Ø] k + s + C > /k/ + C π.χ. [egδilόno] – [ekseδίlosa]
/z/ [z] π.χ. [zόni]
/m/ [m] π.χ. [máti]
/n/ [n] π.χ. [nόmos]

[n΄] πριν από įV π.χ. [n΄įata]
[ŋ] πριν από k, g, x, γ π.χ. [δéŋ gáni]
[m] πριν από p, b, -f-, -v- π.χ. [δém bérno], [δém béno],
[tom filό], [emfanίs], [émvolo]
[Ø] πριν από v κτλ. π.χ. /ton páro/ = [to báro], ενώ
/to páro/ = [to páro], [éloγos], αλλά και
[énrinos]
/l/ [l] π.χ. [léγo]
[l΄] πριν από įV π.χ. [l΄įόno]
/r/ [r] π.χ. [ráfi]

C = σύμφωνο
V = φωνήεν

7
Δίψηφα – Δίφθογγοι
Δίψηφα, σύμφωνα με τη Γραμματική, ονομάζονται δύο γράμματα που παριστάνουν ένα
φθόγγο:
δίψηφα φωνήεντα: ου, αι, ει, οι, υι
δίψηφα σύμφωνα: μπ, ντ, γκ, τσ, τζ (ή, μερικές φορές, ντσ και ντζ).
Δίφθογγοι, σύμφωνα με τη Γραμματική, ονομάζονται δύο φωνήεντα που προφέρονται σε
μια συλλαβή:
γάιδαρος, κελαηδώ, ρόιδι, βόηθα
λιώμα, γυαλί, άδειος, ποιος κτλ.
Προσοχή στο συλλαβισμό και στον τονισμό, γιατί οι δίφθογγοι υπολογίζονται ως μία
συλλαβή: γάι-δα-ρος, κε-λαη-δώ, ρόι-δι, βόη-θα, λιώ-μα, γυα-λί, ά-δειος, ποιος (χωρίς τόνο,
όπως και γεια σου, πιο, πια κτλ.).

Πάθη φθόγγων
Γραμματική, σελ. 32-39 (Συνίζηση, Συναίρεση, Έκθλιψη, Αφαίρεση, Συγκοπή,

Αποκοπή, Αποβολή, Πρόταξη, Αλλαγή, Τελικό «ν»).
Αυτό που πρέπει να τονιστεί είναι ότι η συνιζημένη προφορά συνηθίζεται σε λέξεις συ-
χνής προφορικής χρήσης, ενώ η ασυνίζητη χαρακτηρίζει ορισμένες λόγιες λέξεις (π.χ. δι-αύ-
γει-α, α-δι-ό-ρα-τος). Άλλοτε έχουμε και τις δύο πραγματώσεις: συ-νή-θεια και συ-νή-θει-α.

8
ΟΝΟΜΑΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

Γένος
Το γένος αποτελεί στα νέα ελληνικά αναπόσπαστο μορφολογικό γνώρισμα των άρθρων,
των ουσιαστικών, των επιθέτων, των μετοχών και των αντωνυμιών.
Το γραμματικό δε συμπίπτει με το φυσικό γένος, γιατί το αρσενικό και το θηλυκό δε δη-
λώνουν αναγκαστικά έμψυχα όντα του αντίστοιχου φύλου και γιατί το ουδέτερο δε δηλώνει
πάντα άψυχα αντικείμενα.
Παρ’ όλο που δεν υπάρχει σύμπτωση γραμματικής και σημασιολογικής κατηγοριοποίη-
σης, συνήθως η προσωποποίηση ενός αψύχου οδηγεί στην ερμηνεία του γραμματικού του
γένους ως φυσικού. Όπως παρατηρεί ο Jakobson (1963:84), ο τρόπος της προσωποποίησης ή
της μεταφορικής ερμηνείας των ονομάτων που δηλώνουν άψυχα αντικείμενα, αφηρημένες
έννοιες κτλ. επηρεάζεται από το γραμματικό τους γένος. Έτσι, ένας μικρός Ρώσος, διαβάζο-
ντας γερμανικά παραμύθια σε μετάφραση, θα δοκίμαζε μεγάλη έκπληξη μπροστά στην ανα-
παράσταση του Θανάτου (θηλυκό στα ρωσικά) ως γέρου ανθρώπου (αρσενικό στα γερμανι-
κά).
Ενδιαφέρουσες είναι οι παρατηρήσεις του Mackridge όσον αφορά τις περιπτώσεις αντί-
θεσης γραμματικού με φυσικό γένος. Ο συγγραφέας θεωρεί ότι η στενή σύνδεση του γένους
με τον τρόπο κλίσης, στην παραδοσιακή δημοτική, δικαιολογεί το δισταγμό του ομιλητή να
χρησιμοποιήσει θηλυκό άρθρο και επίθετο με αρσενικόκλιτα ουσιαστικά, π.χ. η συγγραφέας.
Παρατηρεί επίσης ότι, σε πολλά ουσιαστικά που μπορεί να αναφέρονται εξίσου σε άντρες
και γυναίκες, μόνο ο τύπος του θηλυκού δηλώνει καθαρά το αντίστοιχο γένος, όπως π.χ. στη
φράση: έχω δυο
φίλους στον κόσμο (Mackridge 1990:100). Μερικές φορές, χρησιμοποιώ-

ντας το αρσενικό έχουμε αναφορά σε συγκεκριμένο πρόσωπο, που θα απαιτούσε χρήση του
θηλυκού, όπως, π.χ., στη φράση:
ο διευθυντής της εταιρείας ήταν γυναίκα (Mackridge
1990:103).
Σύμφωνα με τον Mirambel (1978:70-71) οι αντιθέσεις γένους συνοψίζονται με τον ακό-
λουθο τρόπο:
1) αντίθεση αρσενικού / θηλυκού
Δηλώνει αντίθεση φυσικού γένους σε ονόματα συγγένειας (γιος / κόρη) και επαγγελματικά
(δάσκαλος / δασκάλα) ή δηλώνει υποκοριστικό (σάκος / σακούλα) ή μεγεθυντικό (κάβουρας /
καβουρομάνα).
2) αντίθεση αρσενικού / ουδετέρου

9
Δηλώνει υποκοριστικό (λόγος / λογάκι αλλά και αστέρι / αστερίσκος) ή μεγεθυντικό (παιδί /
παίδαρος).
3) αντίθεση θηλυκού / ουδετέρου
Δηλώνει υποκοριστικό (εκκλησία / εκκλησάκι αλλά και σακί / σακούλα), μεγεθυντικό (χέρι /
χερούκλα), αθροιστικό (μέλισσα / μελίσσι) ή το θηλυκό χρησιμεύει για διαχωρισμό του γέ-
νους σε ονόματα ζώων (πρόβατο / προβατίνα).
4) αντίθεση ουδετέρου / αρσενικού – θηλυκού
Σε ονόματα συγγένειας (παιδί / άντρας – γυναίκα), επαγγελματικά και δηλωτικά ιδιότητας,
αξιώματος κτλ. (βασιλόπουλο / βασιλιάς – βασίλισσα) ή ως αθροιστικό (αντρόγυνο / άντρας –
γυναίκα).

Αριθμός
Στα νέα ελληνικά ο ενικός και ο πληθυντικός αριθμός εκφράζουν βασικά την αντίθεση
της μονάδας προς το πλήθος, προκειμένου για αριθμητά έμψυχα και άψυχα. Άλλες έννοιες
που συνδέονται με τη δήλωση του αριθμού:
α) Ο ενικός αριθμός μπορεί να εκφράσει το άθροισμα ή σύνολο (π.χ. το πλήθος, ο κό-
σμος, η φτωχολογιά).

β) Ο ενικός μπορεί να αναφέρεται σε συγκεκριμένο στοιχείο ή μέρος (π.χ. ρούχο) σε α-
ντιδιαστολή με το σύνολο (π.χ. ρούχα).
γ) Ο ενικός μπορεί να αναφέρεται σε υλική ουσία ή αντικείμενο από αυτή (π.χ. πέτρα) ή
ορισμένη ποσότητα (π.χ. ψωμί, ένα ψωμί), ενώ ο πληθυντικός μπορεί να έχει μόνο
δεύτερη σημασία (πέτρες, ψωμιά).
δ) Ο ενικός μπορεί να δηλώνει έννοια, ιδιότητα κτλ. (π.χ. ευγένεια) και ο πληθυντικός τις
πράξεις που χαρακτηρίζονται από ορισμένη ιδιότητα (π.χ. ευγένειες).
ε) Ο πληθυντικός μπορεί να δηλώνει επίταση (πείνες, φτώχειες).
Για τα ονόματα που συνηθίζονται μόνο ή κυρίως στον ενικό ή στον πληθυντικό βλέπε
Γραμματική, σελ. 78-79.

Πτώση
Είναι γραμματική κατηγορία που αποδίδει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί συντακτικά
το όνομα μέσα στη φράση. Στα ελληνικά, η ονομαστική χρησιμοποιείται κυρίως για τη λει-
τουργία του υποκειμένου και η αιτιατική του αντικειμένου. Σε κάλεσμα χρησιμοποιείται η
κλητική. Η γενική αποδίδει την ονοματική κτήση και επιτελεί και άλλες λειτουργίες.

10

Τρόποι κλίσης των ονομάτων (σύμφωνα με τη Γραμματική)
ΑΡΣΕΝΙΚΑ
ΙΣΟΣΥΛΛΑΒΑ ΑΝΙΣΟΣΥΛΛΑΒΑ
αγώνας, ταμίας (αγώνες, ταμίες) σφουγγαράς (σφουγγαράδες)
φύλακας (φύλακες) νοικοκύρης (νοικοκύρηδες)
ναύτης (ναύτες) φούρναρης (φουρνάρηδες)
νικητής (νικητές) καφές (καφέδες)
ουρανός (ουρανοί) παππούς (παππούδες)
δρόμος (δρόμοι)
άγγελος, αντίλαλος (άγγελοι, αντίλαλοι)


ΘΗΛΥΚΑ
ΙΣΟΣΥΛΛΑΒΑ ΑΝΙΣΟΣΥΛΛΑΒΑ
καρδιά (καρδιές) αλεπού (αλεπούδες)
ώρα, ελπίδα (ώρες, ελπίδες) γιαγιά (γιαγιάδες)
θάλασσα, σάλπιγγα (θάλασσες, σάλπιγγες)
ψυχή (ψυχές)
νίκη (νίκες)
ζάχαρη (ζάχαρες)
σκέψη (σκέψεις)
δύναμη (δυνάμεις)
Αργυρώ (χωρίς πληθυντικό)
Φρόσω (χωρίς πληθυντικό)
διάμετρος (διάμετροι και διάμετρες)

ΟΥΔΕΤΕΡΑ
ΙΣΟΣΥΛΛΑΒΑ ΑΝΙΣΟΣΥΛΛΑΒΑ
βουνό (βουνά) κύμα (κύματα)
πεύκο (πεύκα) όνομα (ονόματα)
σίδερο, πρόσωπο (σίδερα, πρόσωπα) δέσιμο (δεσίματα)
παιδί (παιδιά) κρέας (κρέατα)
τραγούδι (τραγούδια) φως (φώτα)

11
μέρος (μέρη)
έδαφος (εδάφη)

Για τις ιδιόμορφες περιπτώσεις κλίσης βλέπε Γραμματική, σελ. 101-105, και για την κλί-
ση των επιθέτων, που ακολουθεί εκείνη των ουσιαστικών με αντίστοιχες καταλήξεις, βλέπε
Γραμματική, σελ. 106-115.


Τονισμός των προπαροξύτονων ονομάτων
Σύμφωνα με τους κανόνες της Γραμματικής, τα προπαροξύτονα αρσενικά σε –ος κατεβά-
ζουν τον τόνο στη γενική του ενικού και στη γενική και αιτιατική του πληθυντικού στην πα-
ραλήγουσα (του ανθρώπου, των ανθρώπων, τους ανθρώπους) εκτός από τις πολυσύλλαβες
και λαϊκές λέξεις (του αντίκτυπου, του ανήφορου) και τα κύρια ονόματα (του Χαράλαμπου,
του Ξενόπουλου κτλ.). Τα προπαροξύτονα επίθετα σε -ος δεν κατεβάζουν τον τόνο, παρά
μόνο όταν χρησιμοποιούνται ως ουσιαστικά (του άρρωστου ανθρώπου, αλλά η περίθαλψη
των αρρώστων). Όσον αφορά τα ουδέτερα προπαροξύτονα σε -ο, η Γραμματική διακρίνει
δύο κατηγορίες: του τύπου σίδερο, που κρατάει αμετάβλητο τον τόνο, και του τύπου πρόσω-
πο, με κατέβασμα του τόνου, χωρίς όμως να αποδίδει στις κατηγορίες αυτές χαρακτηριστικά
λαϊκής ή λόγιας προέλευσης. Αναφέρεται μόνο ότι οι τρισύλλαβες τοπωνυμίες κλίνονται συ-
νήθως κατά το πρόσωπο.
Ο Τριανταφυλλίδης σε ειδική μελέτη (1963:172-185) αναγνωρίζει την αντίσταση που
προβάλλουν οι λόγιες λέξεις στον προπαροξύτονο τονισμό, δέχεται όμως παράλληλα και την
ύπαρξη διπλοτυπίας σε ορισμένες τρισύλλαβες λαϊκές λέξεις, όπως το αμύγδαλο (αμύγδαλου
και αμυγδάλου), το βούτυρο (βούτυρου και βουτύρου), το πρόβατο, ο πλάτανος, ο καλόγερος,
ο παράδεισος κτλ. Το συμπέρασμά του είναι ότι τα επίθετα προπαροξύνονται (αν και σε ορι-
σμένα λόγια διατηρούνται οι παροξύτονοι τύποι, π.χ. των αγίων εικόνων), τα ουδέτερα προ-
παροξύνονται, εκτός από τα λογιότερα, και τα αρσενικά παροξύνονται, εκτός από μερικά
λαϊκά και ορισμένα που έχουν διπλούς τύπους. Από τα κύρια ονόματα, τα βαφτιστικά συνή-
θως παροξύνονται, τα οικογενειακά έχουν διπλούς τύπους, ενώ τα λαϊκότερα προπαροξύνο-
νται, και τα τοπωνύμια παρουσιάζουν ποικιλία τονισμού.
Αυτό που θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε είναι ότι δεν υπάρχει πάντοτε σαφής δια-
χωρισμός μεταξύ «λόγιων» και «λαϊκών» λέξεων και ότι, ακόμα και για λέξεις χαρακτηρι-
ζόμενες ως λαϊκής προέλευσης, παρουσιάζονται περιπτώσεις διπλοτυπίας. Νομίζουμε ότι σε
μια πληρέστερη επιστημονική προσέγγιση του θέματος θα έπρεπε να εξεταστεί η μετακίνη-
ση του τόνου στις προπαροξύτονες λέξεις σε συσχέτιση με την κοινωνική θέση του ομιλητή

12
και με το επίπεδο του λόγου, δηλαδή τη διαφοροποίηση προφορικού / γραπτού, προφορικού

καθημερινού / προφορικού επίσημου λόγου, γραπτού λογοτεχνικού / γραπτού επιστημονικού
κτλ. Το γεγονός ότι στην καθαρεύουσα επικρατούσε ο παροξύτονος τονισμός αποτελεί ο-
πωσδήποτε παράγοντα που πρέπει να ληφθεί υπόψη.

Λόγιες καταλήξεις
Η Γραμματική δέχεται διπλοτυπία στη γενική των θηλυκών του τύπου σκέψη, δύναμη
(σκέψης / σκέψεως, δύναμης / δυνάμεως), ενώ για τα επίθετα σε -ής δέχεται τον τύπο γενικής
σε -ούς (συνεχής / συνεχούς), εξαιρώντας τις ουσιαστικοποιημένες λέξεις συγγενής (του συγ-
γενή) και ευγενής (του ευγενή). Για τα επίθετα σε -ύς (π.χ. βαθύς) δε δίνεται γενική ενικού.
Νομίζουμε ότι για τα επίθετα σε -ής θα έπρεπε να γενικευτεί ο διαχωρισμός επιθετικής
χρήσης (γενική -ούς) και ουσιαστικοποιημένης (γενική -ή και -ούς, π.χ. του ψυχοπαθή και
του ψυχοπαθούς), ενώ για τα επίθετα σε -ύς θα έπρεπε να συμπεριληφθεί η λόγια γενική σε -
έος, σε τύπους όπως «του παχέος εντέρου», «του ευρέος φάσματος» κτλ. (με παράλληλη βε-
βαίως χρήση των καταλήξεων σε -είς, δες παρακάτω). Και για τις περιπτώσεις που προανα-
φέρθηκαν ισχύει η παρατήρηση ότι θα έπρεπε να μελετηθούν σε συσχέτιση με την κοινωνι-
κή ταυτότητα του ομιλητή και το επίπεδο του λόγου. Είναι χαρακτηριστική η δυσκολία των
ομιλητών κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων να χειριστούν λόγιας προέλευσης τύπους (α-
κούμε, π.χ., εκφράσεις όπως «σε ασφαλή μέρος», «η ευτραφή κυρία» κτλ.). Από την άλλη
πλευρά, σε μη επίσημο ύφος λόγου θα μπορούσαμε να συναντήσουμε εκφράσεις όπως «του
διεθνή ποδοσφαιριστή», ακόμα και από μορφωμένο ομιλητή.
Ως περιπτώσεις λόγιου σχηματισμού, ζωντανού ακόμα στην καθημερινή γλώσσα, αναφέ-
ρουμε επίσης:
• τον τύπο του πληθυντικού σε
-είς των επιθέτων σε -ύς (π.χ. παχείς, ευρείς κτλ.), ως πα-
ράλληλο με τον τύπο της γραμματικής σε -ιοί (παχιοί) ή ως μοναδικό για ορισμένα επίθε-
τα (π.χ. ευρείς, οξείς κτλ.),
• τον τύπο του θηλυκού σε
-εία των επιθέτων σε -ύς (π.χ. ευρεία, οξεία, αμβλεία κτλ.),
• τον τύπο σε -ων, -ων (χωρίς ουδέτερο) ορισμένων επιθέτων, όπως, π.χ., ευγνώμων, ισχυ-
ρογνώμων, μετριόφρων κτλ., ο οποίος συνυπάρχει με τον αντίστοιχο της δημοτικής (ευ-

γνώμονας κτλ.), χωρίς όμως να φαίνεται ότι τείνει να αφομοιωθεί,
• τον τύπο του θηλυκού σε -ος ορισμένων επιθέτων, όπως π.χ. αζωτούχος ουσία, ζωογόνος
δύναμη, φθοροποιός επίδραση, ενεργός δράση.

13
Λόγιους σχηματισμούς συναντάμε επίσης σε στερεότυπες εκφράσεις όπως «δελτίο ταυτό-
τητος», «υπουργείο Εθνικής Αμύνης», «λεωφόρος Κηφισίας» κ.ά. (βλ. Mackridge 1990:233-
236).


14
ΡΗΜΑΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

Γενικά για το ρήμα
Η μορφολογία του νεοελληνικού ρήματος (τα εξωτερικά γνωρίσματα μορφής) επιτρέπει
γενικά την άμεση αναγνώριση και κατάταξη ενός τύπου μέσα στο σύνολο του γραμματικού
συστήματος. Με το ρήμα εκφράζεται η φωνή, η διάθεση, η έγκλιση, ο χρόνος και ο τρόπος
ενέργειας. Επίσης δηλώνεται το πρόσωπο και ο αριθμός. Η έκφραση του προσώπου δεν υ-
πάρχει στις μετοχές, ενώ η παθητική μετοχή δηλώνει και γένος και πτώση.
Οι ρηματικοί τύποι έχουν ένα θέμα και μια κατάληξη, που προστίθεται άμεσα στο θέμα
(αγαπ-ώ) ή μετά από επίθημα (αγαπ-ηθ-ώ). Ορισμένες φορές δέχονται ένα πρόθημα (ή-
θελα). Το θέμα έχει σημασιολογική αξία, αλλά χρησιμεύει και για τη δήλωση του τρόπου
ενέργειας.

Τρόποι κλίσης – Συζυγίες
Είναι γνωστό ότι η Γραμματική διακρίνει δύο συζυγίες όσον αφορά την κλίση των ρημά-
των:
• στην πρώτη συζυγία ανήκουν τα ρήματα που τονίζονται στην παραλήγουσα στο α΄ πρό-
σωπο του ενεργητικού ενεστώτα και στην προπαραλήγουσα στο α΄ πρόσωπο του παθητι-
κού ενεστώτα, π.χ. γράφω, γράφομαι.

• στη δεύτερη συζυγία ανήκουν τα ρήματα που τονίζονται στην λήγουσα στο α΄ πρόσωπο
του ενεργητικού ενεστώτα και στην παραλήγουσα στο α΄ πρόσωπο του παθητικού ενε-
στώτα. Η δεύτερη συζυγία περιλαμβάνει δύο τάξεις για την ενεργητική φωνή (σε -ώ, -άς,
π.χ. αγαπώ, και σε -ώ, -είς, π.χ. λαλώ) και δύο τάξεις για την παθητική φωνή (σε -ιέμαι, -
ιέσαι, π.χ. αγαπιέμαι, και σε -ούμαι, -άσαι, π.χ. λυπούμαι).
Σύμφωνα πάντα με τη Γραμματική, ανάλογα με το ληκτικό θεματικό στοιχείο (χαρακτή-
ρα του θέματος) του ενεστώτα, τα ρήματα της πρώτης συζυγίας διαιρούνται στις εξής κατη-
γορίες:

15
Πρώτη συζυγία
1) Φωνηεντόληκτα, με χαρακτήρα φωνήεν, π.χ. ιδρύω.
2) Χειλικόληκτα, με χαρακτήρα π, β, φ, π.χ. λείπω, ανάβω, γράφω. Χειλικόληκτα θεω-
ρούνται και τα ρήματα σε -αύω, -εύω, καθώς και τα ρήματα με τα συμφωνικά συμπλέγματα
φτ, πτ, π.χ. αστράφτω, ανακαλύπτω.
3) Λαρυγγικόληκτα, με χαρακτήρα κ, γ, χ, π.χ. πλέκω, ανοίγω, βήχω. Σ’ αυτά περιλαμβά-
νονται και τα ρήματα των οποίων το θέμα λήγει σε χν, π.χ. διώχνω.
4) Οδοντικόληκτα και συριστικόληκτα, με χαρακτήρα τ (ττ), θ, σ (σσ), ζ, π.χ. θέτω, πλήτ-
τω, αλέθω, αρέσω, κηρύσσω, πιέζω.
5) Υγρόληκτα και ρινικόληκτα, με χαρακτήρα λ (λλ), ρ, μ, ν, π.χ. θέλω, αναβάλλω, ξέρω,
τρέμω, μένω. Σ’ αυτά περιλαμβάνονται και τα ρήματα των οποίων το θέμα λήγει σε λν, ρν,
π.χ. ψέλνω, γδέρνω.

Τα ρήματα της δεύτερης συζυγίας θεωρούνται όλα συμφωνόληκτα.

Η κατηγοριοποίηση αυτή στηρίζεται στη θέση του τόνου και στο ληκτικό στοιχείο του
θέματος. Παρόμοια κατηγοριοποίηση προτείνεται από τον Mackridge (1990:250 κ.εξ.), ο
οποίος διακρίνει:
• την κατηγορία 1, όπου ανήκουν τα ρήματα των οποίων το β΄ ενικό πρόσωπο του ενεστώ-
τα ενεργητικής φωνής τονίζεται στην παραλήγουσα (π.χ. δένω – δένεις). Το θέμα τους

λήγει σε έναν από τους ακόλουθους φθόγγους ή συνδυασμούς φθόγγων:
φωνήεν (e, i, u)
[σύμφωνο] χειλικό (v, p, pt, f, ft)
>> υπερωικό ( γ, ng, k, χ, χν)
>> οδοντικό (δ, θ, t)
>> συριστικό ηχηρό (z)
>> συριστικό άηχο (s)
>> έρρινο (n, m)
>> υγρό (l, r, ln, rn)
• την κατηγορία 2, όπου ανήκουν τα ρήματα των οποίων το β΄ ενικό πρόσωπο του ενεστώ-
τα της ενεργητικής φωνής τονίζεται στη λήγουσα. Σύμφωνα με τον Mackridge, μπορούμε
να θεωρήσουμε ότι το ενεστωτικό («εξακολουθητικό») θέμα αυτών των ρημάτων είναι
συμφωνόληκτο και ότι ακολουθεί τόνος, που τον δέχεται το αμέσως επόμενο φωνήεν, π.χ.
αγαπώ, αγαπάς.

16
Όσον αφορά το αοριστικό («συνοπτικό») θέμα της ενεργητικής φωνής, στην κατηγορία 1
υπάρχουν κυρίως ρήματα με σιγματικό θέμα:

(δen-) δes- (plaθ-) plas-
(iδri-) iδris- (χoriz-) χoris-
(klev-) kleps- (alaz-) alaks-
(riχn-) riks-

και ορισμένα (υγρόληκτα και μερικά ερρινόληκτα) με άσιγμο θέμα, όπως τα κρίνω, διευρύ-
νω (αόριστος έκρινα, διεύρυνα κτλ.).
Εντοπίζονται δύο βασικές εξαιρέσεις από τους παραπάνω κανόνες σχηματισμού: τα λόγια
ρήματα σε -εύω, που σχηματίζουν τον αοριστικό τύπο σε -ευσ- (π.χ. δημοσιεύω – δημοσίευ-
σα) και τα ρήματα σε -άρω, που σχηματίζουν τον αόριστο σε -αρα ή -άρισα (π.χ. παρκάρω –
πάρκαρα και παρκάρισα).

Τα ρήματα της κατηγορίας 2 έχουν σιγματικό αοριστικό θέμα. Πριν από το -s- μπορεί να
παρεμβάλλεται -i- (αγαπ-, αγαπ-i-s-), -a- (jel*-, jel-a-s-) ή -e- (bor-, bor-e-s).
Όσον αφορά το αοριστικό («συνοπτικό») θέμα της παθητικής φωνής, ο Mackridge εντο-
πίζει δύο βασικούς τρόπους σχηματισμού:
• σε ρήματα με θεματικό χαρακτήρα χειλικό, υπερωικό ή συριστικό σύμφωνο, το σύμφωνο
αυτό γίνεται άηχο τριβόμενο και ακολουθεί -t- (π.χ. klev-, klef-t-, arpaζ-, arpaχ-t-, plaθ-,
plas-t-).
• σε ρήματα με φωνηεντόληκτο ή υγρόληκτο θέμα, μετά τον τελικό φθόγγο ακολουθεί -θ-
(π.χ. iδri-, iδri-θ-, psal-, psal-θ-). Από τα ερρινόληκτα θέματα, άλλα διατηρούν το έρρινο
ως -n- πριν από το -θ- και άλλα το αποβάλλουν (π.χ. δiefθin-, δiefθin-θ-, krin-, kri-θ-). Τα
ρήματα της δεύτερης κατηγορίας ακολουθούν γενικά το σχήμα: aγapi-, aγapi-θ
Η ανάλυση του Mackridge ενισχύει την προτεινόμενη από τον Τριανταφυλλίδη κατηγο-
ριοποίηση, η οποία λαμβάνει υπόψη το σχηματισμό τόσο του ενεστωτικού όσο και του αο-
ριστικού θέματος, εφόσον περιλαμβάνει τα εξής βασικά κλιτικά υποδείγματα (για την πρώτη
συζυγία):

17

δένω έδεσα δέθηκα
κρύβω έκρυψα κρύφτηκα
πλέκω έπλεξα πλέχτηκα
δροσίζω δρόσισα δροσίστηκα

* Σύμφωνα με τον Mackridge [j] είναι το ουρανικό γ.

Διαφορετική είναι η άποψη του Μπαμπινιώτη (1972:236-248), σύμφωνα με την οποία η
βάση κατηγοριοποίησης του ρήματος στα νέα ελληνικά δεν έγκειται πλέον στα διαφοροποι-
ητικά χαρακτηριστικά του τόνου και του αριθμού των συλλαβών, όπως στα αρχαία ελληνι-
κά, αλλά περιορίζεται στο χαρακτήρα του θέματος. Eπομένως, διακρίνονται δύο συζυγίες,
των ρημάτων με συμφωνόληκτο θέμα (-Σ) και των ρημάτων με φωνηεντόληκτο θέμα (-Φ).

Προτείνεται επίσης η εξής υποκατηγοριοποίηση με βάση τις ειδικότερες φωνολογικές μορ-
φές των Σ και Φ:

Α΄ συζυγία
χειλικά λαρυγγικά υγρά συριστικά έρρινα
κρύβω ανοίγω σερβίρω πιέζω κρίνω



Β΄ συζυγία

[-i]
≠ [-i]
αγαπάω (aγapa-,
aγapi-)
ακούω

Στα σε [-i] ρήματα της Β΄ συζυγίας ανήκουν και τα ρήματα με αοριστικό θέμα σε
-α (π.χ. γελάω, γέλασα) και σε -ε (φοράω, φόρεσα).
Η κατηγοριοποίηση αυτή χαρακτηρίζεται από τον ίδιο τον εισηγητή της ως «δυναμική»,
με την έννοια ότι βασίζεται σε συστήματα κλίσης που τείνουν να επιβληθούν (αλλά δεν έ-
χουν ακόμη επιβληθεί) στην κοινή νεοελληνική, όπως είναι η κλίση «αγαπάω, -άς, -άει» κτλ.
αντί για «αγαπάω, -άς, -ά» κτλ. Σύμφωνα με τον Μπαμπινιώτη, στην εξέλιξη αυτή αντιτίθε-
ται η λόγια παράδοση, η οποία ασκεί ανασταλτική επίδραση, επιμένοντας στη διατήρηση

18
των ρημάτων σε -ώ, -είς, που παρουσιάζουν ανισοσυλλαβία στο θεματικό τους χώρο (λόγια
σύνθετα, όπως «παραχωρώ» και νεότερα σε -δοτώ, -γραφώ, -ποιώ κτλ.).
Η πρόβλεψη ότι θα επικρατήσει στην κοινή νεοελληνική η κλίση σε -άω και ότι θα περι-
θωριοποιηθεί η κλίση σε -ώ, -άς και σε -ώ, -είς δεν έχει προς το παρόν επαληθευτεί, όπως θα

δείξουμε παρακάτω, πράγμα που δυσχεραίνει την υιοθέτηση της προτεινόμενης κατηγοριο-
ποίησης (ρήματα με συμφωνόκλητο θέμα και ρήματα με φωνηεντόληκτο θέμα).
Θεωρούμε επομένως σκόπιμο να διατηρήσουμε την κατηγοριοποίηση που προτείνουν ο
Τριανταφυλλίδης και ο Mackridge, με ορισμένες επιμέρους συμπληρώσεις και αλλαγές, που
θα αναπτύξουμε στο επόμενο κεφάλαιο.

«Ομαλοί» σχηματισμοί: σχολιασμός της πολυτυπίας
Πρώτη συζυγία
Ως «ομαλά» θεωρούμε τα ρήματα που κλίνονται σύμφωνα με τα υποδείγματα της Γραμ-
ματικής (δένω, κρύβω, πλέκω, δροσίζω), με την προσθήκη των εξής:
α) ρήματα με φωνηεντόληκτο θέμα, όπως ιδρύω – ίδρυσα – ιδρύθηκα και αποκλείω – απέ-
κλεισα – αποκλείστηκα.
β) λόγια ρήματα σε -εύω, -ευσα, -εύτ(θ)ηκα (π.χ. δημοσιεύω), που δεν ακολουθούν το σχη-
ματισμό των ρημάτων της δημοτικής (σε -εψα, -εύτηκα, όπως, π.χ., το μαζεύω).

Παρατηρούμε τα εξής:
1. Η παρουσία του τελικού ε στο γ΄ πληθ. πρόσωπο της ενεργητικής φωνής είναι συνηθι-
σμένη στον προφορικό λόγο και σε αρκετά λογοτεχνικά κείμενα. Όσο λογιότερο είναι το
ρήμα και όσο πιο επίσημο είναι το ύφος λόγου, τόσο σπανιότερη είναι η εμφάνιση του τελι-
κού ε. Το ίδιο ισχύει και για το τελικό ε του συνοπτικού μέλλοντα και αορίστου (οριστικής
και υποτακτικής) της παθητικής φωνής, καθώς και για το τελικό α και ε του παρατατικού
της παθητικής φωνής.
2. Οι τύποι χωρίς αύξηση και με κατέβασμα του τόνου στο γ΄ πληθ. πρόσωπο του ενεργη-
τικού παρατατικού (π.χ. λύναν) και του αορίστου (π.χ. λύσαν) και του παθητικού αορίστου
(π.χ. λυθήκαν) συνηθίζονται κυρίως στον προφορικό λόγο και στη λογοτεχνία.
3. Η εσωτερική αύξηση στα λόγια σύνθετα ρήματα (διέλυα, διέλυσα) είναι πολύ συνηθι-
σμένη. Η Γραμματική υποτιμά την έκταση και τη σπουδαιότητα του φαινομένου, αναφέρο-
ντας ότι τα ρήματα που παίρνουν εσωτερική αύξηση είναι τα σύνθετα με τα επιρρήματα
«πολύ, πάρα, καλά» κτλ. και τα σύνθετα με προθέσεις: εκφράζω, εγκρίνω, ενδιαφέρω, ε-


19
μπνέω, συμβαίνει. Σχετική έρευνα φοιτητών του Π.Τ.Δ.Ε. Πατρών έδειξε ότι τα νεοελληνικά
ρήματα που παρουσιάζουν εσωτερική αύξηση ξεπερνούν τα 500. Ορισμένα βασικά συμπε-
ράσματα είναι τα εξής: α) Τα σύνθετα ρήματα λόγιας προέλευσης και σπάνιας χρήσης στον
προφορικό λόγο εμφανίζονται κυρίως με εσωτερική αύξηση, π.χ. ανακόπτω – ανέκοψα, αλ-
λά αποκόβω – απόκοψα (χωρίς αύξηση, γιατί είναι ρήμα της δημοτικής και του προφορικού
λόγου). β) Αρκετά είναι τα ρήματα με αύξηση η: αναγγέλλω – ανήγγειλα (και ανάγγειλα),
απεργώ – απήργησα, διευθύνω – διήυθυνα κτλ. Η αύξηση αυτή αποτελεί κατάλοιπο της αρ-
χαίας χρονικής αύξησης (τροπή σε μακρό η) και απαντάται και σε ορισμένα άλλα, μη σύνθε-
τα ρήματα: ελπίζω – ήλπιζα, θέλω – ήθελα κτλ. γ) Διπλοί τύποι παρουσιάζονται κυρίως όταν
το ρήμα είναι συχνής χρήσεως στον προφορικό λόγο, π.χ. απομένω – απέμεινα και απόμεινα,
αναπνέω – ανέπνευσα και ανάπνευσα. Στις περιπτώσεις αυτές η επιλογή του ενός τύπου ή
του άλλου εξαρτάται από το γλωσσικό περιβάλλον (π.χ. από την παρουσία λόγιων λέξεων
στην ίδια φράση) και το επίπεδο λόγου. δ) Ρήματα σύνθετα με ορισμένες προθέσεις (εκ, εν,
επί, περί κ.ά.) απαιτούν σχεδόν υποχρεωτικά εσωτερική αύξηση, πχ. εκδίδω – εξέδωσα, ε-
ντάσσω – ενέταξα, επιτρέπω – επέτρεψα, περιφέρω – περιέφερα. ε) Στα σύνθετα με επιρρή-
ματα, η εσωτερική αύξηση μπορεί να διαφοροποιήσει τη σημασία, π.χ. καλόμαθα (καλοσυ-
νήθισα) – καλοέμαθα (έμαθα καλά), καλόπιασα (μίλησα κολακευτικά, χαϊδευτικά) – καλοέ-
πιασα (έπιασα καλά, γερά).
4. Στον ενεστώτα της προστακτικής της ενεργητικής φωνής, στο β΄ πληθ. πρόσωπο, η κα-
τάληξη μπορεί να είναι και -ετε (π.χ. διαλύσετε, παράλληλα με το διαλύστε), κυρίως σε λό-
για ρήματα και σε επίσημο ύφος λόγου. Σε πολλά ρήματα με χειλικόληκτο ή υπερωικόληκτο
θέμα απαντάται στον προφορικά λόγο και β΄ τύπος στον αόριστo, με μετάπτωση του συμ-
φώνου σε φ ή χ πριν από το τ: ρίχ’ το (και ρίξ’ το), ρίχτε (και ρίξτε).
5. Οι β΄ τύποι του παρακειμένου, υπερσυντέλικου και συντελεσμένου μέλλοντα με το «έ-
χω + μετοχή» στην ενεργητική φωνή και «είμαι + μετοχή» στην παθητική φωνή είναι αρκε-
τά σπάνιοι και παρουσιάζουν συντακτική – σημασιολογική διαφοροποίηση από τους α΄ τύ-
πους.
6. Ο β΄ τύπος σε -όσαστε του β΄ πληθ. του ενεστώτα και του εξακολουθητικού μέλλοντα
απαντάται κυρίως στον προφορικό λόγο και σε ορισμένα λογοτεχνικά κείμενα. Δε συνηθίζε-

ται σε λόγια ρήματα και σε επίσημο ύφος λόγου.
7. Ο παθητικός παρατατικός παρουσιάζει ιδιαίτερη μορφολογική ποικιλία. Εκτός από το
τελικό α και ε του ενικού, που έχει ήδη σχολιαστεί (βλ. παρατήρηση 1), υπάρχουν οι β΄ τύ-
ποι σε -όμασταν, -όσασταν του α΄ και β΄ πληθ. αντίστοιχα, και οι τύποι σε -όντανε και ό-
ντουσαν του γ΄ πληθ., παράλληλα με τον επιβεβλημένο από τη Γραμματική τύπο σε -ονταν.

20
Οι τύποι σε -όμασταν, -όσασταν διαφοροποιούν λειτουργικά τον παρατατικό από τον ενε-
στώτα και εμφανίζονται ισχυροί στον προφορικό λόγο και σε ορισμένα λογοτεχνικά κείμε-
να, ενώ αποφεύγονται σε λόγια ρήματα και σε επίσημο ύφος λόγου. Το ίδιο ισχύει και για
τους τύπους σε -όντανε και -όντουσαν, αλλά θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο τύπος σε -
όντουσαν είναι ιδιαίτερα συχνός στον προφορικό λόγο.
8. Τα λόγια ρήματα με χειλικόληκτο και υπερωικόληκτο θέμα ή θέμα που λήγει σε -σσ-
εμφανίζουν συχνά στους τύπους του παθητικού αορίστου και στους περιφραστικούς χρόνους
τα συμφωνικά συμπλέγματα φθ και χθ αντί για τα προβλεπόμενα από τη Γραμματική φτ και
χτ: (παραλείπομαι) παραλείφθηκα, έχω παραλειφθεί κτλ., (καλύπτομαι) καλύφθηκα, (διώκο-
μαι) διώχθηκα, (ελέγχομαι) ελέγχθηκα, (κηρύσσομαι) κηρύχθηκα. Στον προφορικό λόγο
χρησιμοποιούνται και τα φτ, χτ, σε επίσημο όμως ύφος λόγου είναι σπάνια.

Δεύτερη συζυγία
Η άποψή μας, η οποία στηρίζεται σε πρόσφατα ερευνητικά δεδομένα (βλ. Ιορδανίδου
1992β), είναι ότι θα πρέπει να δεχτούμε μια βασική κατηγορία ρημάτων με διπλό τρόπο κλί-
σης (σε -άω ή σε -ώ, -άς), του τύπου «αγαπάω» και «αγαπώ», και δύο υποκατηγορίες με πε-
ριορισμένο αριθμό ρημάτων η καθεμιά, εκ των οποίων η πρώτη περιλαμβάνει ρήματα με
ισχυρή τάση για κλίση σε -άω (π.χ. χαλάω, βουτάω) και η δεύτερη λόγια ρήματα με σχεδόν
αποκλειστική προτίμηση για την κλίση σε -ώ, -άς (π.χ. ανακλώ, επιδρώ).
Τα γενικά συμπεράσματα της έρευνας στην οποία παραπέμψαμε παραπάνω είναι ότι στον
καθημερινό προφορικό λόγο (μορφωμένων και μη μορφωμένων ομιλητών) υπερέχει η κλίση
σε -άω, καθώς και σε μεγάλο μέρος σύγχρονων λογοτεχνικών έργων, ενώ στα άλλα είδη
γραπτού λόγου (εφημερίδες, επιστημονικά κείμενα κτλ.) εμφανίζεται συχνά υπεροχή της

κλίσης σε -άω. Η κυριαρχία των τύπων σε -άω στον καθημερινό προφορικό λόγο εξηγεί και
γιατί τα ρήματα που χρησιμοποιούνται κυρίως σ’ αυτό το είδος λόγου δεν απαντώνται καθό-
λου ή απαντώνται πολύ σπάνια σε -ώ (όπως τα ρήματα χαλάω και βουτάω, που προαναφέρ-
θηκαν).

Με βάση το κλιτικό υπόδειγμα ενός ρήματος όπως το «αγαπάω/αγαπώ» μπορεί να γίνει
σχολιασμός των εξής σημείων:
1. Ο ενεργητικός παρατατικός σε -αγα συνηθίζεται κυρίως στον προφορικό λόγο και (εν
μέρει) στη λογοτεχνία. Είναι σπάνιος σε επίσημο ύφος λόγου και σε λόγια ρήματα.
2. Οι τύποι του γ΄ πληθ. σε -άν, -ούνε του ενεργητικού ενεστώτα και του εξακολουθητι-
κού μέλλοντα (π.χ. αγαπάν, αγαπούνε) είναι σπάνιοι και μπορούν να παραλειφθούν. Για την

21
παρουσία του τελικού ε και του τελικού α στο γ΄ πληθ. ορισμένων χρόνων (και στον παθητι-
κό παρατατικό) ισχύουν οι παρατηρήσεις 1 και 2 όσον αφορά την Πρώτη συζυγία.
3. Για το β΄ ενικό πρόσωπο της προστακτικής του ενεστώτα και του αορίστου έχουμε να
παρατηρήσουμε ότι οι β΄ τύποι (π.χ. αγάπαγε και αγάπα αντίστοιχα) απαντώνται κυρίως στον
προφορικό λόγο. Για το β΄ πληθ. του αορίστου ισχύει η παρατήρηση 3 της Πρώτης συζυγίας
(κατάληξη σε -ετε).
4. Για το β΄ πληθ. του ενεστώτα και του εξακολουθητικού μέλλοντα σε -όσαστε ισχύει
ό,τι για την Πρώτη συζυγία (παρατήρηση 6). Νέο στοιχείο αποτελεί η κατάληξη του γ΄
πληθ., π.χ. αγαπιόνται, η οποία ενδιαφέρει κυρίως ορθογραφικά (ο αρχαίος τύπος ήταν «α-
γαπώνται» και έχει διατηρηθεί στα λόγια ρήματα, π.χ. ανακλώνται). Κατά τα άλλα, η κατά-
ληξη αυτή είναι αρκετά σπάνια.
5. Για την πολυτυπία του παθητικού παρατατικού ισχύει ό,τι για την Πρώτη συζυγία (πα-
ρατήρηση 7).
Σύμφωνα με το κλιτικό υπόδειγμα του «αγαπάω/αγαπώ», αλλά με διαφορά στο αοριστικό
θέμα, κλίνονται και ρήματα όπως: φοράω/φορώ – φόρεσα – φορέθηκα, κοιτάω/κοιτώ – κοί-
ταξα – κοιτάχτηκα, τραβάω/τραβώ – τράβηξα – τραβήχτηκα, γελάω/γελώ – γέλασα – γελάστη-
κα. Ιδιαίτερη μνεία χρειάζεται να γίνει για ορισμένα ρήματα με διπλοσχημάτιστο ενεστώτα,

όπως «γυρνάω» και «γυρίζω», «σφυράω» και «σφυρίζω», όπου επικρατεί το ι στο αοριστικό
θέμα: γύρισα, σφύριξα.
Όσον αφορά τα λόγια ρήματα σε -ώ, -άς, το αοριστικό τους θέμα είναι όπως του «αγαπά-
ω» (π.χ. εξερευνώ – εξερεύνησα – εξερευνήθηκα) ή όπως του «γελάω» (π.χ. αποσπώ – απέ-
σπασα – αποσπάστηκα).
Σχετικά με την κατηγορία των ρημάτων σε -ώ, -είς (π.χ. θεωρώ), που περιλαμβάνει λιγό-
τερα εύχρηστα ρήματα σε σχέση με εκείνη σε -άω/-ώ, μπορεί να δοθεί η κλίση του ενεστώτα
[-ώ, -είς, -εί, -ούμε, -είτε, -ούν(ε)], εφόσον στον παρατατικό ακολουθείται η κλίση κατά το
«αγαπούσα» (θεωρούσα κτλ.) και το αοριστικό θέμα σχηματίζεται κατά το «αγαπήσω» (ή
κατά το «φορέσω» για τα ρήματα όπως το «διαιρώ»). Ας προσεχτεί ότι ο ενεστώτας προ-
στακτικής έχει μόνο τον τύπο του β΄ πληθ. σε -είτε. Στην παθητική φωνή ο ενεστώτας έχει
τις καταλήξεις -ούμαι, -είσαι, -είται, -ούμαστε, -είστε, -ούνται (η προστακτική ενεστώτα δε
συνηθίζεται) και το αοριστικό θέμα σχηματίζεται κατά το «αγαπηθώ» (ή το «φορεθώ» για
ρήματα όπως το «διαιρούμαι», ενώ τα ρήματα «τελούμαι», «επικαλούμαι» κτλ. κάνουν αό-
ριστο «τελέστηκα», «επικαλέστηκα»), αλλά ο παρατατικός παρουσιάζει σημαντική ιδιομορ-
φία: απαντάται κυρίως στο γ΄ πρόσωπο ενικού και πληθυντικού (π.χ. θεωρούνταν/εθεωρείτο
και θεωρούνταν/εθεωρούντο αντίστοιχα). Ιδιαίτερη υποκατηγορία όσον αφορά την κλίση του

22
παθητικού παρατατικού αποτελούν τα ρήματα με β΄ συνθετικό το -ποιούμαι (π.χ. περιποιού-
μαι), τα οποία, λόγω της παρουσίας του /i/ πριν από την κατάληξη -ούμαι, εμφανίζουν «ο-
μαλή» κλίση του παρατατικού κατά την Πρώτη συζυγία: περιποιόμουν(α), περιποιόσουν(α),
περιποιόταν(ε), περιποιόμαστε/-όμασταν, περιποιόσαστε/-όσασταν, περιποιόνταν(ε)/-
όντουσαν. Υπάρχουν και ορισμένα ρήματα σε -ούμαι που κλίνονται και σε -ιέμαι, οπότε α-
κολουθούν την κλίση του παρατατικού σε -ιόμουν(α), π.χ. ασχολούμαι/ασχολιέμαι, αφαιρού-
μαι/αφαιριέμαι, διηγούμαι/διηγιέμαι, παρηγορούμαι/παρηγοριέμαι.
Η κατηγορία σε -άμαι, -άσαι (ο τύπος σε -ούμαι της Γραμματικής είναι σπάνιος) περι-
λαμβάνει τα ρήματα: θυμάμαι, λυπάμαι και φοβάμαι. Ουσιαστικά, τα ρήματα αυτά παρου-
σιάζουν ιδιομορφία στον ενεστώτα και στον παρατατικό, εφόσον το αοριστικό θέμα είναι
παρόμοιο με το «αγαπηθώ» του «αγαπιέμαι». Οι επικρατέστεροι τύποι του ενεστώτα και του

παρατατικού είναι:
ΕΝΕΣΤ.: κοιμάμαι, -άσαι, -άται, -όμαστε, -άστε/-όσαστε, -ούνται
ΠΑΡΑΤ.: κοιμόμουν(α), -όσουν(α), -όταν(ε), -όμαστε/-όμασταν, -όσαστε/-όσασταν,
-όνταν(ε) /-όντουσαν

«Ανώμαλοι» σχηματισμοί: πρόταση κατηγοριοποίησης
Η πρόταση που παρουσιάζεται σ’ αυτό το κεφάλαιο βασίζεται στη μελέτη της κλιτικής
συμπεριφοράς 4.500 περίπου ρημάτων της κοινής νεοελληνικής (βλ. Ιορδανίδου 1992α),
καθώς και στις παρατηρήσεις που περιλαμβάνονται στη Γραμματική (έκδ. 1988, σελ. 231-
245, «Κατηγορίες ανώμαλων ρημάτων») και στην εργασία του Mackridge «Η νεοελληνική
γλώσσα» (σελ. 255-260). Είναι απαραίτητο να διευκρινιστεί ότι η πρόταση αυτή λαμβάνει
υπόψη τα κυριότερα (με την έννοια της συχνής χρήσεως) «ανώμαλα» ρήματα.
Τα ρήματα «είμαι» και «έχω», ως βοηθητικά για το σχηματισμό ορισμένων ρηματικών
χρόνων, θεωρούνται γνωστά.


23
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 1: Μεταβολή του θεματικού φωνήεντος με ή χωρίς αποβολή ή προσθήκη
συμφώνου

e → a
ζεσταίνω – ζέστανα – ζεστάθηκα – ζεσταμένος
θερμαίνω – θέρμανα – θερμάνθηκα – θερμασμένος
(πολλά ρήματα σχηματίζονται με ανάλογο τρόπο:
ξεραίνω, πεθαίνω, πικραίνω, τρελαίνω κτλ. [κατά το ζεσταίνω],
απολυμαίνω, ρυπαίνω, υφαίνω κτλ. [κατά το θερμαίνω])
τα «προφταίνω, σωπαίνω, χορταίνω» σχηματίζουν σιγματικό
αόριστο: πρόφτασα, σώπασα, χόρτασα
e → a
(παθητική φωνή) βρέχομαι – βράχηκα – βρε(γ)μένος

ντρέπομαι – ντράπηκα
στέκομαι (και στέκω) – στάθηκα
στρέφομαι – στράφηκα – στραμμένος
τρέφομαι – τράφηκα – θρεμμένος (βλ. και «τρέφω», κατηγ. 2)
φαίνομαι – φάνηκα
χαίρομαι – χάρηκα
e → a και ln → l ψέλνω – έψαλα – ψάλθηκα – ψαλμένος
στέλνομαι – στάλθηκα [να σταλ(θ)ώ] – σταλμένος

και rn → r γδέρνω – έγδαρα – γδάρθηκα – γδαρμένος
π
αίρνομαι – πάρθηκα – παρμένος (παίρνω, βλ.
e → i, rn → r)
σπ
έρνομαι – σπάρθηκα – σπαρμένος (σπέρνω, βλ.
e → i, rn → r)
e → i
βαρ
αίνω – βάρυνα (πολλά ρήματα σχηματίζονται με ανάλογο τρό-
πο: ακριβαίνω, βαθαίνω, κονταίνω, λεπταίνω, μακραίνω, μικραί-
νω, παχαίνω, σκληραίνω κτλ.)
μ
ένω – έμεινα
πλένω – έπλυνα – πλύθηκα – πλυμένος
e → i και ln → l στ
έλνω – έστειλα (στέλνομαι, βλ. e → a, ln → l)

24

και ll → l σύνθετα με το λόγιο ρήμα «αγγέλλω»

(π.χ. αναγγέλλω – ανήγγειλα [και ανάγγειλα] –
αναγγέλθηκα – αναγγελμένος, παρόμοια κλίνονται
και τα σύνθετα με το «στέλλω», π.χ. αναστέλλω,
αλλά παρουσιάζουν ιδιομορφία στο αοριστικό
θέμα της παθητικής φωνής: να ανασταλώ κτλ.)
ανατέλλω – ανέτειλα [και ανάτειλα]

και rn → r γέρνω – έγειρα
δέρνω – έδειρα

παίρνω – πήρα [να πάρω] (παίρνομαι, βλ. e → a,
rn → r)
σέρνω – έσυρα – σύρθηκα – συρμένος

σπέρνω – έσπειρα (σπέρνομαι, βλ. e → a, rn → r)
ev → i
φεύγω – έφυγα
i → o
δίνω – έδωσα – δόθηκα – δοσμένος
σύνθετα με το λόγιο ρήμα «δίδω» (π.χ. παραδίδω – παρέδωσα –
παραδόθηκα – παραδομένος)
i → a
σύνθετα με το ρήμα «τείνομαι» (π.χ. παρατείνομαι – παρατάθηκα)

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 2: Μεταβολή συμφώνου του θέματος

z → l
βά
ζω – έβαλα – βαλμένος
βγά

ζω – έβγαλα – βγαλμένος
στο ρήμα «τρέφω» παρατηρείται μετατροπή του τ σε θ:
τρέφω – έθρεψα (ενώ θάβομαι – τάφηκα, βλ. κατηγορία 5)
το ρήμα «πέφτω» σχηματίζει σιγματικό αόριστο: έπεσα

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 3: Αποβολή ή προσθήκη φθόγγου ή φθόγγων

αποβολή συλλαβής -αιν-
ανεβαίνω – ανέβηκα [να ανέβω/ανεβώ] – ανεβασμένος
βγαίνω – βγήκα [να βγω] – βγαλμένος
καταλαβαίνω – κατάλαβα

25

×